τρίβων: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίβων''': [ῐ], -ωνος, ὁ, (Ö ΤΡΙΒ, [[τρίβω]]), τετριμμένον ἢ πεπαλαιωμένον καὶ ἐφθαρμένον [[ἐπανωφόριον]], ἢ τραχύ, Εὐριπ. Ἀποσπ. 284. 12, Ἀριστοφ. Ἀχ. 184, 343, κ. ἀλλ.· - [[μάλιστα]] [[οἷον]] ἐφόρουν οἱ Σπαρτιᾶται, Λακωνίζειν καὶ τρίβωνας ἔχειν Δημ. 1267. 62· τὸν τρίβωνα ἀκολούθως παρέλαβον οἱ φιλόσοφοι, [[οἷον]] ὁ [[Σωκράτης]], Πλάτ. Συμπ. 219Β, Πρωτ. 335D· [[μάλιστα]] δὲ οἱ κυνικοί, Ἀλκίφρων 3. 55, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 24, κλπ.· [[πήρα]] καὶ τρ. Πλούτ. 2. 332Α, πρβλ. Λουκ. Περεγρ. 15, Διογ. Λ. 6. 13· καὶ κατὰ τοὺς [[μετὰ]] [[ταῦτα]] χρόνους οἱ μοναχοί, Συνεσ. Ἐπιστ. 147, 150, κλπ.· - [[ἐντεῦθεν]] λαμβάνεται ὡς [[ἔμβλημα]] βίου καὶ αὐστηροῦ ἢ σπουδῆς βαθείας, καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. ὡς [[ἔμβλημα]] ἀσκητισμοῦ, ὡς τὰ νῦν τὸ «ῥάσον», ἴδε Wyttemb. εἰς Πλουτ. 2. 52C.
|lstext='''τρίβων''': [ῐ], -ωνος, ὁ, (Ö ΤΡΙΒ, [[τρίβω]]), τετριμμένον ἢ πεπαλαιωμένον καὶ ἐφθαρμένον [[ἐπανωφόριον]], ἢ τραχύ, Εὐριπ. Ἀποσπ. 284. 12, Ἀριστοφ. Ἀχ. 184, 343, κ. ἀλλ.· - [[μάλιστα]] [[οἷον]] ἐφόρουν οἱ Σπαρτιᾶται, Λακωνίζειν καὶ τρίβωνας ἔχειν Δημ. 1267. 62· τὸν τρίβωνα ἀκολούθως παρέλαβον οἱ φιλόσοφοι, [[οἷον]] ὁ [[Σωκράτης]], Πλάτ. Συμπ. 219Β, Πρωτ. 335D· [[μάλιστα]] δὲ οἱ κυνικοί, Ἀλκίφρων 3. 55, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 24, κλπ.· [[πήρα]] καὶ τρ. Πλούτ. 2. 332Α, πρβλ. Λουκ. Περεγρ. 15, Διογ. Λ. 6. 13· καὶ κατὰ τοὺς [[μετὰ]] [[ταῦτα]] χρόνους οἱ μοναχοί, Συνεσ. Ἐπιστ. 147, 150, κλπ.· - [[ἐντεῦθεν]] λαμβάνεται ὡς [[ἔμβλημα]] βίου καὶ αὐστηροῦ ἢ σπουδῆς βαθείας, καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. ὡς [[ἔμβλημα]] ἀσκητισμοῦ, ὡς τὰ νῦν τὸ «ῥάσον», ἴδε Wyttemb. εἰς Πλουτ. 2. 52C.
}}
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br /><i>adj.</i><br /><b>1</b> qu’on use, qu’on porte sans cesse ; grossier (vêtement) ; ὁ [[τρίβων]] manteau grossier, comme celui des paysans, des pauvres, des philosophes ; <i>p. ext.</i> vie <i>ou</i> profession de philosophe;<br /><b>2</b> qui a une longue pratique de, expert en, rompu à : τινος, [[τι]] en qch ; ὁ [[τρίβων]] vieux routier, homme retors.<br />'''Étymologie:''' [[τρίβω]].
}}
}}