πλατυπρόσωπος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_17)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλατυπρόσωπος''': -ον, ὁ ἔχων πλατὺ [[πρόσωπον]], Ἀριθ. π. Θαυμ. 28, Αἰλ. π. Ζ. 15, 26.
|lstext='''πλατυπρόσωπος''': -ον, ὁ ἔχων πλατὺ [[πρόσωπον]], Ἀριθ. π. Θαυμ. 28, Αἰλ. π. Ζ. 15, 26.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à large face.<br />'''Étymologie:''' [[πλατύς]], [[πρόσωπον]].
}}
}}