μελίλωτον: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελίλωτον''': τό, [[ὡσαύτως]] μελίλωτος, ὁ, [[εἶδος]] λωτοῦ (τριφυλλίου) ἔχοντος ὀσμὴν μέλιτος· κατὰ τὸν Sibthorp ἐν Ζακύνθῳ ὀνομάζεται νυχάκι, Κρατῖν. ἐν «Μαλθακοῖς» 1. 7, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9, 40, 49, Θεόφρ. κλ. ΙΙ. [[δένδρον]] τι κατὰ τὸν Στράβ. 831. [ῐ· ἀλλὰ ῑ ἐν ἄρσει, Νικ. Θ. 897.]
|lstext='''μελίλωτον''': τό, [[ὡσαύτως]] μελίλωτος, ὁ, [[εἶδος]] λωτοῦ (τριφυλλίου) ἔχοντος ὀσμὴν μέλιτος· κατὰ τὸν Sibthorp ἐν Ζακύνθῳ ὀνομάζεται νυχάκι, Κρατῖν. ἐν «Μαλθακοῖς» 1. 7, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9, 40, 49, Θεόφρ. κλ. ΙΙ. [[δένδρον]] τι κατὰ τὸν Στράβ. 831. [ῐ· ἀλλὰ ῑ ἐν ἄρσει, Νικ. Θ. 897.]
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />mélilot, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], [[λωτός]].
}}
}}