Anonymous

μελίλωτον: Difference between revisions

From LSJ
5
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />mélilot, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], [[λωτός]].
|btext=ου (τό) :<br />mélilot, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], [[λωτός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μελίλωτον:''' τό, επίσης μελί-λωτος, είδος τριφυλλιού, πλούσιο σε [[μέλι]], σε Κρατίν. κ.λπ.
}}
}}