λεσχηνεύω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεσχηνεύω''': ([[λέσχη]]) ὁμιλῶ, [[συνδιαλέγομαι]] μετά τινος, τινὶ Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 91· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, συνομιλῶ, [[συνδιαλέγομαι]], Ἱππ. 24. 6., 88C., 454. 9. Ὁ Ἡρόδ. ἔχει τὰ σύνθετα [[περιλεσχήνευτος]], [[προλεσχηνεύομαι]].
|lstext='''λεσχηνεύω''': ([[λέσχη]]) ὁμιλῶ, [[συνδιαλέγομαι]] μετά τινος, τινὶ Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 91· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, συνομιλῶ, [[συνδιαλέγομαι]], Ἱππ. 24. 6., 88C., 454. 9. Ὁ Ἡρόδ. ἔχει τὰ σύνθετα [[περιλεσχήνευτος]], [[προλεσχηνεύομαι]].
}}
{{bailly
|btext=converser avec, τινι;<br /><i><b>Moy.</b></i> λεσχηνεύομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[λέσχη]].
}}
}}