3,273,762
edits
(6_1) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεσχηνεύω''': ([[λέσχη]]) ὁμιλῶ, [[συνδιαλέγομαι]] μετά τινος, τινὶ Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 91· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, συνομιλῶ, [[συνδιαλέγομαι]], Ἱππ. 24. 6., 88C., 454. 9. Ὁ Ἡρόδ. ἔχει τὰ σύνθετα [[περιλεσχήνευτος]], [[προλεσχηνεύομαι]]. | |lstext='''λεσχηνεύω''': ([[λέσχη]]) ὁμιλῶ, [[συνδιαλέγομαι]] μετά τινος, τινὶ Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 91· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, συνομιλῶ, [[συνδιαλέγομαι]], Ἱππ. 24. 6., 88C., 454. 9. Ὁ Ἡρόδ. ἔχει τὰ σύνθετα [[περιλεσχήνευτος]], [[προλεσχηνεύομαι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=converser avec, τινι;<br /><i><b>Moy.</b></i> λεσχηνεύομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[λέσχη]]. | |||
}} | }} |