3,274,919
edits
(6_16) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἴξᾰλος''': -ον, ἐπίθ. τῆς ἀγρίας αἰγὸς (ἴδε ἐν λέξ. αἴξ), ἰξάλου αἰγὸς ἀγρίου Ἰλ. Δ. 105 ([[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ.), πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 32, 113., 9. 00· -ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ [[πηδητικός]], [[ὁρμητικός]], καὶ κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ [[ἀΐσσω]], ὡς εἰ ἦν ἀΐξαλος (πρβλ. αἴξ, αἰγός). | |lstext='''ἴξᾰλος''': -ον, ἐπίθ. τῆς ἀγρίας αἰγὸς (ἴδε ἐν λέξ. αἴξ), ἰξάλου αἰγὸς ἀγρίου Ἰλ. Δ. 105 ([[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ.), πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 32, 113., 9. 00· -ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ [[πηδητικός]], [[ὁρμητικός]], καὶ κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ [[ἀΐσσω]], ὡς εἰ ἦν ἀΐξαλος (πρβλ. αἴξ, αἰγός). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />bondissant.<br />'''Étymologie:''' [[ἱκνέομαι]]. | |||
}} | }} |