Anonymous

ἴξαλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_16)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἴξᾰλος''': -ον, ἐπίθ. τῆς ἀγρίας αἰγὸς (ἴδε ἐν λέξ. αἴξ), ἰξάλου αἰγὸς ἀγρίου Ἰλ. Δ. 105 ([[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ.), πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 32, 113., 9. 00· -ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ [[πηδητικός]], [[ὁρμητικός]], καὶ κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ [[ἀΐσσω]], ὡς εἰ ἦν ἀΐξαλος (πρβλ. αἴξ, αἰγός).
|lstext='''ἴξᾰλος''': -ον, ἐπίθ. τῆς ἀγρίας αἰγὸς (ἴδε ἐν λέξ. αἴξ), ἰξάλου αἰγὸς ἀγρίου Ἰλ. Δ. 105 ([[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ.), πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 32, 113., 9. 00· -ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ [[πηδητικός]], [[ὁρμητικός]], καὶ κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ [[ἀΐσσω]], ὡς εἰ ἦν ἀΐξαλος (πρβλ. αἴξ, αἰγός).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bondissant.<br />'''Étymologie:''' [[ἱκνέομαι]].
}}
}}