3,258,159
edits
(6_14) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκστρέφω''': μέλλ. -ψω, [[στρέφω]] ἔξω, βόθρου τ᾿ ἐξέστρεψε [[δένδρον]], ἐξερρίζωσε [[δένδρον]] ἐκ τοῦ βόθρου [[ἔνθα]] ἦν ἐρριζωμένον, Ἰλ. Ρ. 58. ΙΙ. [[στρέφω]] τὸ ἐντὸς ἔξω, γυρίζω «ξανάστροφα», τὰ βλέφαρα Ἀριστοφ. Πλ. 721 μεταφ., [[μεταβάλλω]] ἐντελῶς, τοὺς τρόπους Ἀριστοφ. Νεφ. 88· τοὺς Ἱππέας [[αὐτόθι]] 554: - Παθ., ποσὶν ἐξεστραμμένοις Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 14. | |lstext='''ἐκστρέφω''': μέλλ. -ψω, [[στρέφω]] ἔξω, βόθρου τ᾿ ἐξέστρεψε [[δένδρον]], ἐξερρίζωσε [[δένδρον]] ἐκ τοῦ βόθρου [[ἔνθα]] ἦν ἐρριζωμένον, Ἰλ. Ρ. 58. ΙΙ. [[στρέφω]] τὸ ἐντὸς ἔξω, γυρίζω «ξανάστροφα», τὰ βλέφαρα Ἀριστοφ. Πλ. 721 μεταφ., [[μεταβάλλω]] ἐντελῶς, τοὺς τρόπους Ἀριστοφ. Νεφ. 88· τοὺς Ἱππέας [[αὐτόθι]] 554: - Παθ., ποσὶν ἐξεστραμμένοις Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 14. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> ἐξέστρεψα;<br /><b>1</b> enlever en faisant tourner ; [[δένδρον]] βόθρου IL déraciner un arbre ; détruire, faire périr;<br /><b>2</b> retourner.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[στρέφω]]. | |||
}} | }} |