Anonymous

ἐκστρέφω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκστρέφω''': μέλλ. -ψω, [[στρέφω]] ἔξω, βόθρου τ᾿ ἐξέστρεψε [[δένδρον]], ἐξερρίζωσε [[δένδρον]] ἐκ τοῦ βόθρου [[ἔνθα]] ἦν ἐρριζωμένον, Ἰλ. Ρ. 58. ΙΙ. [[στρέφω]] τὸ ἐντὸς ἔξω, γυρίζω «ξανάστροφα», τὰ βλέφαρα Ἀριστοφ. Πλ. 721 μεταφ., [[μεταβάλλω]] ἐντελῶς, τοὺς τρόπους Ἀριστοφ. Νεφ. 88· τοὺς Ἱππέας [[αὐτόθι]] 554: - Παθ., ποσὶν ἐξεστραμμένοις Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 14.
|lstext='''ἐκστρέφω''': μέλλ. -ψω, [[στρέφω]] ἔξω, βόθρου τ᾿ ἐξέστρεψε [[δένδρον]], ἐξερρίζωσε [[δένδρον]] ἐκ τοῦ βόθρου [[ἔνθα]] ἦν ἐρριζωμένον, Ἰλ. Ρ. 58. ΙΙ. [[στρέφω]] τὸ ἐντὸς ἔξω, γυρίζω «ξανάστροφα», τὰ βλέφαρα Ἀριστοφ. Πλ. 721 μεταφ., [[μεταβάλλω]] ἐντελῶς, τοὺς τρόπους Ἀριστοφ. Νεφ. 88· τοὺς Ἱππέας [[αὐτόθι]] 554: - Παθ., ποσὶν ἐξεστραμμένοις Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 14.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐξέστρεψα;<br /><b>1</b> enlever en faisant tourner ; [[δένδρον]] βόθρου IL déraciner un arbre ; détruire, faire périr;<br /><b>2</b> retourner.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[στρέφω]].
}}
}}