3,273,147
edits
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔνδειξις''': -εως, ἡ [[δεῖξις]], [[ὑπόδειξις]], «δείξιμον», Πολύβ. 3. 38, 5. 2) ὡς Ἀττ. νομικὸς ὅρος, [[κατάθεσις]] καταγγελίας [[ἐναντίον]] τινός, ἔχοντος παρανόμως δημοσίαν ὑπηρεσίαν, «[[ἔνδειξις]]: [[εἶδος]] δίκης δημοσίας, ὑφ’ ἣν τοὺς ἐκ τῶν νόμων εἰργομένους τινῶν ἢ τόπων ἢ πράξεων, εἰ μὴ ἀπέχοιντο αὐτῶν, ὑπῆγον· πολλοὶ μὲν οὖν εἰσὶν λόγοι ἐνδείξεως, γνωριμώτατοι δὲ οἱ κατ’ Ἀριστογείτονος Δημοσθένους» Ἁρποκρ.· - «[[ἔνδειξις]]: [[φανέρωσις]] κατὰ τῶν ἀτίμων καὶ ποιούντων ἃ κωλύουσιν οἱ νόμοι· τῶν δὲ ἐνδείξεων εἰσέφερον εἰς τὸ [[δικαστήριον]] ἃς μὲν οἱ [[ἕνδεκα]], ἃς δὲ οἱ θεσμοθέται» Α. Β. 250, 10· πρβλ. Ρητορ. Λεξ. ἐν λέξει· ἢ φάσεις ἢ ἐνδείξεις ἢ ἀπαγωγαὶ Ἀνδοκ. π. Μυστ. 24, 1· [[εἶναι]] δὲ καὶ ἐνδείξεις καὶ ἀπαγωγὰς Δημ. 504, 24, κτλ.· πρβλ. [[ἐνδείκνυμι]] Ι. 2. ΙΙ. [[ἐπίδειξις]] εὐνοίας [[πρός]] τινα, [[ὑπὲρ]] τῆς εἰς Ἀλέξανδρον ἐνδείξεως Αἰσχίν. κατὰ Κτησιφ. 61. 7. | |lstext='''ἔνδειξις''': -εως, ἡ [[δεῖξις]], [[ὑπόδειξις]], «δείξιμον», Πολύβ. 3. 38, 5. 2) ὡς Ἀττ. νομικὸς ὅρος, [[κατάθεσις]] καταγγελίας [[ἐναντίον]] τινός, ἔχοντος παρανόμως δημοσίαν ὑπηρεσίαν, «[[ἔνδειξις]]: [[εἶδος]] δίκης δημοσίας, ὑφ’ ἣν τοὺς ἐκ τῶν νόμων εἰργομένους τινῶν ἢ τόπων ἢ πράξεων, εἰ μὴ ἀπέχοιντο αὐτῶν, ὑπῆγον· πολλοὶ μὲν οὖν εἰσὶν λόγοι ἐνδείξεως, γνωριμώτατοι δὲ οἱ κατ’ Ἀριστογείτονος Δημοσθένους» Ἁρποκρ.· - «[[ἔνδειξις]]: [[φανέρωσις]] κατὰ τῶν ἀτίμων καὶ ποιούντων ἃ κωλύουσιν οἱ νόμοι· τῶν δὲ ἐνδείξεων εἰσέφερον εἰς τὸ [[δικαστήριον]] ἃς μὲν οἱ [[ἕνδεκα]], ἃς δὲ οἱ θεσμοθέται» Α. Β. 250, 10· πρβλ. Ρητορ. Λεξ. ἐν λέξει· ἢ φάσεις ἢ ἐνδείξεις ἢ ἀπαγωγαὶ Ἀνδοκ. π. Μυστ. 24, 1· [[εἶναι]] δὲ καὶ ἐνδείξεις καὶ ἀπαγωγὰς Δημ. 504, 24, κτλ.· πρβλ. [[ἐνδείκνυμι]] Ι. 2. ΙΙ. [[ἐπίδειξις]] εὐνοίας [[πρός]] τινα, [[ὑπὲρ]] τῆς εἰς Ἀλέξανδρον ἐνδείξεως Αἰσχίν. κατὰ Κτησιφ. 61. 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> dénonciation ; poursuite <i>(en particul. pour usurpation de fonctions publiques)</i>;<br /><b>2</b> action de se faire valoir, de s’insinuer : [[πρός]] τινα auprès de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνδείκνυμι]]. | |||
}} | }} |