3,277,048
edits
(6_1) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνδῐδύσκω''': [[ἐνδύω]], τὸν ἐνδιδύσκοντα ὑμᾶς κόκκινα Ἑβδ. (Β. Βασιλ. Α΄, 24)· ἐνδιδύσκουσιν αὐτὸν πορφύραν Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιε΄, 17 (Lachm) ἀντὶ ἐνδύουσιν. ― Μέσ., ἐνδύομαι, φορῶ, καὶ [[ἱμάτιον]] οὐκ ἐνεδιδύσκετο Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 27. | |lstext='''ἐνδῐδύσκω''': [[ἐνδύω]], τὸν ἐνδιδύσκοντα ὑμᾶς κόκκινα Ἑβδ. (Β. Βασιλ. Α΄, 24)· ἐνδιδύσκουσιν αὐτὸν πορφύραν Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιε΄, 17 (Lachm) ἀντὶ ἐνδύουσιν. ― Μέσ., ἐνδύομαι, φορῶ, καὶ [[ἱμάτιον]] οὐκ ἐνεδιδύσκετο Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 27. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=revêtir : τινά [[τι]] qqn de qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐνδιδύσκομαι se revêtir de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[φιλοχωρέω]]. | |||
}} | }} |