ἐμμειδιάω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμμειδιάω''': μέλλ. -άσω ᾱ, μειδιῶ, προσμειδιῶ, τὸ δὲ σὸν [[εἶδος]] ἀεὶ τέθηλεν, [[ὅθεν]] ὀφθαλμοῖς ἐμμειδιᾷ καὶ παρειαῖς οἷόν τι ἔαρ τὸ [[μετόπωρον]] τοῦ κάλλους Φιλόστρ. Ἐπιστ. 51, τ. 2, σ. 249, 25, ἔκδ. Kayser· [[χαίρω]] ἐπί τινι, πρὸς τὰ ἴχνη, ἐπὶ θηρευτικῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4, 3.
|lstext='''ἐμμειδιάω''': μέλλ. -άσω ᾱ, μειδιῶ, προσμειδιῶ, τὸ δὲ σὸν [[εἶδος]] ἀεὶ τέθηλεν, [[ὅθεν]] ὀφθαλμοῖς ἐμμειδιᾷ καὶ παρειαῖς οἷόν τι ἔαρ τὸ [[μετόπωρον]] τοῦ κάλλους Φιλόστρ. Ἐπιστ. 51, τ. 2, σ. 249, 25, ἔκδ. Kayser· [[χαίρω]] ἐπί τινι, πρὸς τὰ ἴχνη, ἐπὶ θηρευτικῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4, 3.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />sourire à <i>ou</i> dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[μειδιάω]].
}}
}}