3,244,309
edits
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμμειδιάω''': μέλλ. -άσω ᾱ, μειδιῶ, προσμειδιῶ, τὸ δὲ σὸν [[εἶδος]] ἀεὶ τέθηλεν, [[ὅθεν]] ὀφθαλμοῖς ἐμμειδιᾷ καὶ παρειαῖς οἷόν τι ἔαρ τὸ [[μετόπωρον]] τοῦ κάλλους Φιλόστρ. Ἐπιστ. 51, τ. 2, σ. 249, 25, ἔκδ. Kayser· [[χαίρω]] ἐπί τινι, πρὸς τὰ ἴχνη, ἐπὶ θηρευτικῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4, 3. | |lstext='''ἐμμειδιάω''': μέλλ. -άσω ᾱ, μειδιῶ, προσμειδιῶ, τὸ δὲ σὸν [[εἶδος]] ἀεὶ τέθηλεν, [[ὅθεν]] ὀφθαλμοῖς ἐμμειδιᾷ καὶ παρειαῖς οἷόν τι ἔαρ τὸ [[μετόπωρον]] τοῦ κάλλους Φιλόστρ. Ἐπιστ. 51, τ. 2, σ. 249, 25, ἔκδ. Kayser· [[χαίρω]] ἐπί τινι, πρὸς τὰ ἴχνη, ἐπὶ θηρευτικῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4, 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />sourire à <i>ou</i> dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[μειδιάω]]. | |||
}} | }} |