ἐνιδρόω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνιδρόω''': ἱδρώνω ἔν τινι τόπῳ, Λατ. insudare, [[ὥσπερ]] καὶ νῦν τῷδε τῷ παιδὶ ἤρκεσε τόδε τὸ [[οἴκημα]] ἐνιδρῶσαι Ξεν. Συμπ. 2. 18· ἱδρώνω ἔν τινι πράγματι, καὶ μεγίστοις ἐνιδρωκότων ἀγῶσι Εὐστ. Πονηματ. 170. 11.
|lstext='''ἐνιδρόω''': ἱδρώνω ἔν τινι τόπῳ, Λατ. insudare, [[ὥσπερ]] καὶ νῦν τῷδε τῷ παιδὶ ἤρκεσε τόδε τὸ [[οἴκημα]] ἐνιδρῶσαι Ξεν. Συμπ. 2. 18· ἱδρώνω ἔν τινι πράγματι, καὶ μεγίστοις ἐνιδρωκότων ἀγῶσι Εὐστ. Πονηματ. 170. 11.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />suer <i>ou</i> se fatiguer à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἱδρόω]].
}}
}}