ἐνιδρόω

From LSJ

Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνιδρόω Medium diacritics: ἐνιδρόω Low diacritics: ενιδρόω Capitals: ΕΝΙΔΡΟΩ
Transliteration A: enidróō Transliteration B: enidroō Transliteration C: enidroo Beta Code: e)nidro/w

English (LSJ)

sweat in, labour hard in, X.Smp.2.18.

Spanish (DGE)

sudar τῷ παιδὶ ἤρκεσε τόδε τὸ οἴκημα ἐνιδρῶσαι X.Smp.2.18, c. dat. ἐνιδροῦν τῷ φαρμάκῳ Gal.12.422, οἷς (λαχάνοις) ἐνίδρωσε σπείρων Anon. en Rh.1.599, ἀρότροις ἐνιδροῦν Cyr.Al.M.69.361B, μικρόν τι ... ἐνιδρώσας τῇ μάχῃ Eust.428.17.

German (Pape)

[Seite 844] (s. ἱδρόω), darin schwitzen, sich worin anstrengen, Xen. Symp. 2, 18.

French (Bailly abrégé)

ἐνιδρῶ :
suer ou se fatiguer à, τινι.
Étymologie: ἐν, ἱδρόω.

Russian (Dvoretsky)

ἐνῑδρόω: досл. (в чем-л.) обливаться потом, перен. трудиться до пота Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνιδρόω: ἱδρώνω ἔν τινι τόπῳ, Λατ. insudare, ὥσπερ καὶ νῦν τῷδε τῷ παιδὶ ἤρκεσε τόδε τὸ οἴκημα ἐνιδρῶσαι Ξεν. Συμπ. 2. 18· ἱδρώνω ἔν τινι πράγματι, καὶ μεγίστοις ἐνιδρωκότων ἀγῶσι Εὐστ. Πονηματ. 170. 11.

Greek Monotonic

ἐνιδρόω: μέλ. -ώσω, ιδρώνω μέσα, μοχθώ σε, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ώσω
to sweat in, labour hard in, Xen.