ἐνθύμημα: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνθύμημα''': τό, [[σκέψις]], [[συλλογισμός]], λογικὸν [[ἐπιχείρημα]], Σοφ. Ο. Κ. 292, 1199, Ἰσοκρ. 190Ε, 191Α, Αἰσχίν. 42. 28. κτλ. 2) ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστοτέλους, [[ἐνθύμημα]] ἢ συλλογισμὸς [[ῥητορικός]]. [[ἤτοι]] συλλογισμὸς ἐξαγόμενος ἐκ προτάσεων πιθανῶν (ἐξ εἰκότων καὶ σημείων), [[ὅπερ]] [[ἑπομένως]] δὲν δύναται νὰ θεωρηθῇ ὡς ἀποδεικτικόν, Ἀναλυτ. Πρ. 2. 27, 2, πρβλ. Ρητ. 1.1, 11., 1. 2, 8 καὶ 20., 2, 22 κἑξ. 2. 15, 8· - μεταγεν. συγγραφεῖς μετεχειρίσθησαν τὸν ὅρον τοῦτον ἐν ποικίλαις σημασίαις (ἴδε Κικ. Top. 12, Κυντιλ. 5. 10 κτλ.) Ὁ [[συνήθης]] ὁρισμὸς ὅτι [[ἐνθύμημα]] [[εἶναι]] συλλογισμὸς [[μετὰ]] μιᾶς παραλειπομένης προτάσεως, [[εἶναι]] πολλῷ μεταγενέστερος. Ὅρα σαφῆ ἔκθεσιν περὶ τοῦ ζητήματος τούτου παρὰ τῷ Pacius ad Arist. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. [[ἐπίνοια]], [[ἐπινόημα]], Ξεν. Ἑλλην. 4. 5, 4., 5. 4, 52, Ἀνάβ. 3. 5, 12, Κυνηγ. 13, 13.
|lstext='''ἐνθύμημα''': τό, [[σκέψις]], [[συλλογισμός]], λογικὸν [[ἐπιχείρημα]], Σοφ. Ο. Κ. 292, 1199, Ἰσοκρ. 190Ε, 191Α, Αἰσχίν. 42. 28. κτλ. 2) ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστοτέλους, [[ἐνθύμημα]] ἢ συλλογισμὸς [[ῥητορικός]]. [[ἤτοι]] συλλογισμὸς ἐξαγόμενος ἐκ προτάσεων πιθανῶν (ἐξ εἰκότων καὶ σημείων), [[ὅπερ]] [[ἑπομένως]] δὲν δύναται νὰ θεωρηθῇ ὡς ἀποδεικτικόν, Ἀναλυτ. Πρ. 2. 27, 2, πρβλ. Ρητ. 1.1, 11., 1. 2, 8 καὶ 20., 2, 22 κἑξ. 2. 15, 8· - μεταγεν. συγγραφεῖς μετεχειρίσθησαν τὸν ὅρον τοῦτον ἐν ποικίλαις σημασίαις (ἴδε Κικ. Top. 12, Κυντιλ. 5. 10 κτλ.) Ὁ [[συνήθης]] ὁρισμὸς ὅτι [[ἐνθύμημα]] [[εἶναι]] συλλογισμὸς [[μετὰ]] μιᾶς παραλειπομένης προτάσεως, [[εἶναι]] πολλῷ μεταγενέστερος. Ὅρα σαφῆ ἔκθεσιν περὶ τοῦ ζητήματος τούτου παρὰ τῷ Pacius ad Arist. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. [[ἐπίνοια]], [[ἐπινόημα]], Ξεν. Ἑλλην. 4. 5, 4., 5. 4, 52, Ἀνάβ. 3. 5, 12, Κυνηγ. 13, 13.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> pensée, réflexion;<br /><b>2</b> invention, <i>particul.</i> stratagème de guerre;<br /><b>3</b> raisonnement, conseil, avertissement ; <i>particul.</i> enthymème, sorte de syllogisme;<br /><b>4</b> raison, motif.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνθυμέομαι]].
}}
}}