ἐνθύμημα
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
English (LSJ)
ἐνθυμήματος, τό,
A thought, piece of reasoning, argument, S.OC292,1199, Isoc.9.10 (pl.), Aeschin.2.110.
2 meaning, sense, opp. λέξις, Olymp.in Mete.4.23.
3 in Aristotle's Logic, enthymeme, rhetorical syllogism drawn from probable premises (ἐξ εἰκότων ἢ σημείων), opp. ἀποδεικτικὸς συλλογισμός, APr.70a10, cf.Rh. 1355a6, etc.; ἐνθυμήματα δεικτικά, ἐνθυμήματα ἐλεγκτικά, ib.1396b24.
II invention, device, X.HG4.5.4, 5.4.52, An.3.5.12, Cyn.13.13 (pl.), Men.Epit. 295.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): ἐνθύμαμα Diotog.Pyth.Hell.74.14.
• Prosodia: [-ῡ-]
I 1pensamiento, reflexión, consideración καὶ προσέθηκέ τι τοιοῦτον ἐνθύμημα τῷ λόγῳ, ὅτι ... y añadió a su discurso la consideración siguiente: que ... Aeschin.2.110
•más frec. en plu. καττὼς λογισμὼς καὶ καττὰ ἐνθύμαματα καὶ καττὸ ἆθος τᾶς ψυχᾶς Diotog.l.c., σκολιαὶ πάνυ ῥῖνες σκολιὰ καὶ τὰ νοήματα καὶ τὰ ἐνθυμήματα τῶν ἀνδρῶν Polem.Phgn.29 (p.376), πεφοίνικτο τὴν παρειὰν ὑπὸ τῶν ἐνθυμημάτων pues su mejilla se coloreó por el esfuerzo de la reflexión Hld.1.21.3.
2 idea ingeniosa, ocurrencia, plan, estratagema οὕτω μὲν πολλοῦ ἄξιον τὸ ἐ. X.Oec.20.24, ἔνθα ... ὁ Ἀγησίλαος μικρῷ καιρίῳ δ' ἐνθυμήματι ηὐδοκίμησε X.HG 4.5.4, τοῖς στρατηγοῖς τὸ μὲν ἐ. χαρίεν ἐδόκει εἶναι, τὸ δ' ἔργον ἀδύνατον X.An.3.5.12, cf. HG 5.4.51, Cyn.13.13, Men.Epit.336, τὰ ἐνθυμήματα τῆς καρδίας αὐτῶν τῆς πονηρᾶς LXX Ie.3.17.
3 plu. argumentos, razones ἔχεις γὰρ οὐχὶ βαιὰ τἀνθυμήματα, τῶν σῶν ἀδέρκτων ὀμμάτων τητώμενος tienes razones no pequeñas, privado de tus ojos sin vista S.OC 1199, cf. S.OC 292
•argumentos, argumentación τῶν ἐνθυμημάτων τοῖς περὶ αὐτὰς τὰς πράξεις ἀναγκαῖόν ἐστιν χρῆσθαι forzosamente deben utilizar las palabras ordinarias y los argumentos relativos a los hechos los oradores por op. a los poetas, Isoc.9.10, (λόγους) πολλῶν ἐνθυμημάτων γέμοντας discursos que están llenos de abundantes argumentaciones Isoc.12.2, ἡ τῶν ἐνθυμημάτων τε καὶ νοημάτων εὕρεσις del estilo de Tucídides, D.H.Th.34.2, cf. 3, αἱ ποικιλίαι τῶν ἐνθυμημάτων de Cicerón, D.C.46.18.2
•razonamientos, argumentación, hilo del discurso op. λέξις Olymp.in Mete.4.23.
4 pensamiento, modo de pensar, intención κύριος ... πᾶν ἐνθύμημα γιγνώσκει LXX 1Pa.28.9, ἄδικον τὸ ἐνθύμημα αὐτῶν de los que se apartan de la ley de Dios, LXX Ps.118.118, cf. LXX Si.27.6, Si.37.3.
II fil. y ret. entimema, razonamiento, argumento
a) en la lógica de Arist. silogismo dialéctico cuyas premisas son probables, pero no reales ἐνθύμημα ... ἐστὶ συλλογισμὸς ἐξ εἰκότων ἢ σημείων el entimema es un silogismo a partir de verosimilitudes o signos Arist.APr.70a10;
b) en la ret. de Arist. silogismo retórico ἔστι δ' ἀπόδειξις ῥητορικὴ ἐ. la demostración retórica es el entimema Arist.Rh.1355a6, τὸ δ' ἐ. συλλογισμός τις y el entimema es un silogismo de una cierta especie Arist.Rh.1355a8, ἐ. δεικτικόν entimema demostrativo Arist.Rh.1396b25, ἐ. ἐλεγκτικόν entimema refutativo Arist.Rh.1396b26, propio de los discursos forenses, op. παράδειγμα que es propio de los discursos políticos, Arist.Rh.1418a2;
c) en la retórica en gener. ἐν δὲ τοῖς ἀποδεικτικοῖς διαλλάττειν ἂν δόξειεν Ἰσαῖος Λυσίου τῷ τε μὴ κατ' ἐνθύμημά τι λέγειν ἀλλὰ κατ' ἐπιχείρημα = en los discursos demostrativos Iseo parece separarse de Lisias porque no expone con un argumento probable sino con un argumento seguro del estilo de Iseo comparado con Lisias, D.H.Is.16.3, cf. Lys.15.3, Amm.1.11.2, Din.6.3, ἐνθυμήματα δέ ἐστιν οὐ μόνον τὰ τῷ λόγῳ καὶ τῇ πράξει ἐναντιούμενα, ἀλλὰ καὶ τοῖς ἄλλοις ἅπασι Anaximen.Rh.1430a23, διαφέρει δὲ ἐνθύμημα περιόδου τῇδε ὅτι ἡ μὲν περίοδος ..., τὸ δὲ ἐ. ἐν τῷ διανοήματι ἔχει τὴν δύναμιν καὶ σύστασιν Demetr.Eloc.30, καὶ καθόλου δὲ τὸ μὲν ἐ. συλλογισμός τίς ἐστι ῥητορικός en suma el entimema es una especie de silogismo retórico Demetr.Eloc.32, cf. Anon.Seg.157, 249.
III plu. ídolos trad. de hebr. gĕllūlim ‘ídolos', LXX Ez.14.5, 16.36.
German (Pape)
[Seite 843] τό, das Beherzigte, Erwogene, Überlegte, der Gedanke; τἀνθυμήματα τἀπὸ σοῦ Soph. O. C. 293; ἔχεις γὰρ οὐχὶ βαιὰ τἀνθυμήματα 1201; ein Anschlag, Xen. An. 3, 5, 12 Hell. 4, 5, 4 u. öfter; bei Isocr. 9, 10 den ὀνόματα u. der λέξις entgeggstzt. – Bei den Rhetoren ein rhetorischer Schluß, der zum Beweise dient (σῶμα τῆς πίστεως Arist. rhet. 1, 1). Vgl. bes. Arist. rhet. 2, 22 ff. Quint. 5, 14, 24; übh. eine Sentenz, D. Hal.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 pensée, réflexion;
2 invention, particul. stratagème de guerre;
3 raisonnement, conseil, avertissement ; particul. enthymème, sorte de syllogisme;
4 raison, motif.
Étymologie: ἐνθυμέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐνθύμημα: ατος (ῡ) τό
1 мысль, размышление, рассуждение (τῇ λέξει καὶ τοῖς ἐνθυμήμασιν Isocr.);
2 (новая) мысль, выдумка, замысел, план (τὸ μὴν ἐ. χαρίεν, τὸ δ᾽ ἔ. ἀδύνατον Xen.);
3 указание, наставление (ἀπό τινος Soph.);
4 довод, доказательство, признак (ἔχεις γὰρ οὐχὶ βαιὰ τἀνθυμήματα Soph.);
5 лог. (тж. συλλογισμὸς ῥητορικός Arst.) энтимема, риторическое, т. е. предположительное умозаключение (ἐ. ἐστι συλλογισμὸς ἐξ εἰκότων ἢ σημείων Arst.);
6 лог. энтимема, умозаключение от противного (ex contrariis conclusa, quae enthymemata appellant Cic.);
7 поздн., лог. энтимема, неполный силлогизм (syllogismus imperfectus).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθύμημα: τό, σκέψις, συλλογισμός, λογικὸν ἐπιχείρημα, Σοφ. Ο. Κ. 292, 1199, Ἰσοκρ. 190Ε, 191Α, Αἰσχίν. 42. 28. κτλ. 2) ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστοτέλους, ἐνθύμημα ἢ συλλογισμὸς ῥητορικός. ἤτοι συλλογισμὸς ἐξαγόμενος ἐκ προτάσεων πιθανῶν (ἐξ εἰκότων καὶ σημείων), ὅπερ ἑπομένως δὲν δύναται νὰ θεωρηθῇ ὡς ἀποδεικτικόν, Ἀναλυτ. Πρ. 2. 27, 2, πρβλ. Ρητ. 1.1, 11., 1. 2, 8 καὶ 20., 2, 22 κἑξ. 2. 15, 8· - μεταγεν. συγγραφεῖς μετεχειρίσθησαν τὸν ὅρον τοῦτον ἐν ποικίλαις σημασίαις (ἴδε Κικ. Top. 12, Κυντιλ. 5. 10 κτλ.) Ὁ συνήθης ὁρισμὸς ὅτι ἐνθύμημα εἶναι συλλογισμὸς μετὰ μιᾶς παραλειπομένης προτάσεως, εἶναι πολλῷ μεταγενέστερος. Ὅρα σαφῆ ἔκθεσιν περὶ τοῦ ζητήματος τούτου παρὰ τῷ Pacius ad Arist. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ἐπίνοια, ἐπινόημα, Ξεν. Ἑλλην. 4. 5, 4., 5. 4, 52, Ἀνάβ. 3. 5, 12, Κυνηγ. 13, 13.
Greek Monolingual
το (AM ἐνθύμημα) ενθυμούμαι
σκέψη, στοχασμός, συλλογισμός
νεοελλ.
(λογ.) συλλογισμός που εκφέρεται ατελώς, στον οποίο δηλ. παραλείπεται ως ευκόλως νοουμένη μία από τις προκείμενες προτάσεις
μσν.- νεοελλ.
αναμνηστικό, ενθύμιο, ανάμνηση, θυμητάρι
αρχ.
1. έννοια, σημασία, νόημα (σε αντιδιαστολή προς τη λέξη)
2. (στη Λογική του Αριστοτ.) ρητορικός συλλογισμός που απορρέει από πιθανές προτάσεις (σε αντιδιαστολή προς τον αποδεικτικό συλλογισμό)
3. επινόηση, επινόημα, εφεύρεση («Ἀγησίλαος μικρῷ, καιρίῳ δ' ἐνθυμήματι ηὐδοκίμησε», Ξεν.).
Greek Monotonic
ἐνθύμημα: τό,
I. σκέψη, συλλογισμός, λογικό επιχείρημα, σε Σοφ., Αισχίν.
II. εφεύρεση, επινόηση, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἐνθύμημα, ατος, τό, [from ἐνθῡμέομαι]
I. a thought, piece of reasoning, argument, Soph., Aeschin.
II. an invention, device, Xen.
Wikipedia EN
An enthymeme (Greek: ἐνθύμημα, enthumēma) is a rhetorical syllogism used in oratorical practice. Originally theorized by Aristotle, there are four types of enthymeme, at least two of which are described in Aristotle's work.
Aristotle referred to the enthymeme as "the body of proof", "the strongest of rhetorical proofs...a kind of syllogism" (Rhetoric I, 1.3,11). He considered it to be one of two kinds of proof, the other of which was the paradeigma. Maxims, Aristotle thought, were a derivative of enthymemes. (Rhetoric II.XX.1)
Translations
enthymeme
az: entimema; bg: ентимема; ca: entimema; cs: entyméma; de: Enthymem; en: enthymeme; es: entimema; et: entümeem; fr: enthymème; he: החבר; hu: entiméma; id: entimem; io: entimemo; it: entimema; ja: 省略三段論法; ky: энтимема; nl: enthymeem; pl: wnioskowanie entymematyczne; ru: энтимема; sh: entimem; sk: entyméma; sr: ентимем; sv: entymem; th: ตรรกบทย่อ; uk: ентимема
thought
Afrikaans: gedink; Albanian: mendim; Arabic: فِكْر, فِكْرَة; Armenian: միտք, գաղափար; Asturian: pensamientu; Avar: пикру; Azerbaijani: düşüncə, fikir; Belarusian: думка, мысль; Bengali: চিন্তা; Bulgarian: мисъл, идея; Burmese: စိတ်, အကြံ; Catalan: pensament; Chechen: ойла; Cherokee: ᏁᎵᏍᎥ; Chichewa: ganizo; Chinese Mandarin: 思想, 思維, 思维, 想法; Chukchi: чимгъун; Czech: myšlenka; Dalmatian: pinsamiant; Danish: tanke; Dutch: gedachte, idee; Esperanto: penso; Estonian: mõte; Ewe: susu; Finnish: ajatus, idea; French: idée, pensée; Galician: pensamento; Georgian: აზრი; German: Gedanke; Gothic: 𐌼𐌹𐍄𐍉𐌽𐍃; Greek: σκέψη; Ancient Greek: νόημα, φροντίς; Guaraní: temimo'ã; Gujarati: વિચાર; Hausa: tunani; Hawaiian: manaʻo; Hebrew: מחשבה; Higaonon: hunahuna; Hindi: विचार; Hungarian: gondolat; Icelandic: hugmynd, hugsun; Ido: penso; Igbo: echiche; Indonesian: pikir, fikir, pikiran; Ingush: ийла; Interlingua: pensata; Irish: smaoineamh; Italian: idea, pensata; Japanese: 考え, 意見, 考慮, 思考, 思索, 意図; Javanese: panginten; Kannada: ವಿಚಾರ; Karaim: сагъыш; Kazakh: ой, пікір; Khmer: គំនិត; Korean: 생각; Kurdish Northern Kurdish: hizir, fikir; Kyrgyz: ой, пикир; Lao: ຄວາມຄຶດ; Latgalian: guods, dūms, īguoda; Latin: idea, cogitatio; Latvian: doma; Lezgi: фикир; Lithuanian: mintis; Luxembourgish: Gedanken, Iddi, Virstellung; Macedonian: мисла; Malay: fikiran; Malayalam: ചിന്ത; Maltese: ħsieb; Manx: smooinaght; Maori: huatau; Marathi: विचार; Mirandese: pensamiento; Mongolian: бодол, санаа; Nepali: सोचविचार; Northern Sami: jurdda; Norwegian Bokmål: tanke, tenkning; Nynorsk: tanke, tenking; Occitan: pensament; Old Church Slavonic Cyrillic: мꙑсль, дума; Old East Slavic: мꙑсль, дума; Old English: ġeþōht; Old Saxon: githaht; Oriya: ବିଚାର, ଚିନ୍ତା; Pashto: فکر; Persian: فکر, ایده; Polish: myśl; Portuguese: pensamento, ideia; Punjabi: ਸੋਚਿਆ; Romanian: gând, cuget; Russian: мысль, дума, идея; Scots: thocht, idea; Scottish Gaelic: beachd, dùil, smaoin; Serbo-Croatian Cyrillic: ми̑сао; Roman: mȋsao; Sicilian: idea, pinzata, raggiunamentu; Sinhalese: කල්පනා; Slovak: myšlienka; Slovene: mȋsəł; Somali: fikrad; Sorbian Lower Sorbian: mysl; Southern Altai: сагыш; Spanish: pensamiento; Swahili: dhana, wazo, gezo; Swedish: tanke; Tabasaran: фикир; Tagalog: pag-iisip; Tajik: фикр; Tamil: எண்ணம்; Telugu: ఆలోచన, తలపు; Thai: ความคิด; Tibetan: བསམས; Tocharian A: mem; Tocharian B: maim, palskalñe; Tok Pisin: tingting; Turkish: düşünce, fikir; Turkmen: pikir, oý; Ukrainian: думка, мисль, мисля; Urdu: وچار; Uyghur: پىكىر, ئوي; Uzbek: fikr, oʻy, xayol; Vietnamese: tư duy; Volapük: tikod, tikodem; Welsh: meddwl; Western Bukidnon Manobo: hena'hena'; Yagnobi: фикр; Yiddish: געדאַנק; Yoruba: ero; Zazaki: fikr; Zulu: umcabango
argument
Albanian: argument; Arabic: حُجَّة; Armenian: փաստարկ, կռվան; Azerbaijani: dəlil; Belarusian: абгрунтаванне, аргумент; Breton: arguz, arguzoù; Bulgarian: аргумент, довод; Catalan: argument; Chinese Mandarin: 論點, 论点; Czech: argument; Danish: argument; Dutch: argument; Finnish: argumentti, perustelu, syy; French: argument; Galician: argumento; Georgian: არგუმენტი, საფუძველი; German: Argument; Greek: επιχείρημα; Ancient Greek: ἔλεγχος; Gullah: aa'gymu't; Hebrew: טענה, טיעון; Hungarian: érv; Irish: argóint; Italian: argomento; Kazakh: дәлел; Kyrgyz: негиз, негиздөө, негизделүү аргумент, далил, жүйө, ыспат, далилдөө; Latin: argumentum; Latvian: arguments; Malay: hujah; Oromo: falmii; Polish: argument inan, powód, uzasadnienie, dowód, racja; Portuguese: argumento; Romanian: argument; Russian: обоснование, аргумент, довод; Scottish Gaelic: argainn; Slovene: argument, utemeljitev; Spanish: argumento; Swedish: argument; Turkish: delil, hüccet, kanıt, sav; Ukrainian: обґрунтування, аргумент; Vietnamese: lý lẽ, lí lẽ
meaning
Albanian: kuptim, domethënie; Arabic: مَعْنًى, الْمَعْنَى; Gulf Arabic: معنى; Armenian: իմաստ; Azerbaijani: məna; Bashkir: мәғәнә; Belarusian: значэнне; Bengali: অর্থ; Bulgarian: значение; Burmese: အဓိပ္ပါယ်; Catalan: significat, significació; Chinese Mandarin: 意義, 意义, 含義, 含义, 意思, 意味; Crimean Tatar: mana; Czech: význam; Danish: betydning, mening; Dutch: waarde, betekenis; Esperanto: signifo; Estonian: tähendus; Finnish: merkitys; French: signification, sens; Galician: significado; Georgian: მნიშვნელობა; German: Bedeutung; Greek: σημασία; Gujarati: અર્થ; Hausa: ma'ana; Hawaiian: manaʻo; Hebrew: מַשְׁמָעוּת; Hindi: मतलब, अर्थ, मअनी; Hungarian: jelentés; Icelandic: merking; Italian: significato; Japanese: 意義, 意味; Kazakh: мағына; Khmer: សំនួន; Korean: 뜻, 의미(意味), 의의(意義); Kurdish Northern Kurdish: wate, mane; Kyrgyz: маани; Lao: ຄວາມຫມາຽ; Latvian: jēga, nozīme; Limburgish: beteikenis; Lithuanian: prasmė; Macedonian: значење; Malay: makna, arti, maksud; Malayalam: അർത്ഥം, സാരം; Mongolian Cyrillic: утга; Mongolian: ᠤᠳᠬ; ᠠ; Norwegian Bokmål: mening, betydning; Pashto: معنى, معنا; Persian: معنی; Polish: znaczenie; Portuguese: significado; Romanian: semnificație, sens; Russian: значение; Sanskrit: अर्थ; Scots: meanin; Serbo-Croatian Cyrillic: значе̄ње; Roman: znáčēnje; Slovak: význam; Slovene: pomen; Spanish: sentido, significado; Swahili: maana; Swedish: mening, betydelse; Tajik: маънӣ, маъно; Tatar: мәгънә; Thai: ความหมาย; Tocharian B: ārth; Turkish: anlam, mana, kasıt; Turkmen: many; Ukrainian: значення; Urdu: معنی, ارتھ, مطلب; Uyghur: مەنە; Uzbek: mano, mani, maʻno; Vietnamese: nghĩa, ý nghĩa), ý vị); Welsh: ystyr; West Frisian: betsjutting; Yiddish: טײַטש