ἐμπίτνω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπίτνω''': ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ἐμπίπτω]], Δαῖμον, ὡς ἐμπίτνεις δώμασι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1468, Ἱκ. 120, Σοφ. Αἴ. 58· ἐς ἵππιον ἐμπίτνων ὅμιλον Βακχυλ. 9. 24 (Blass)· πρβλ. [[πίτνω]].
|lstext='''ἐμπίτνω''': ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ἐμπίπτω]], Δαῖμον, ὡς ἐμπίτνεις δώμασι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1468, Ἱκ. 120, Σοφ. Αἴ. 58· ἐς ἵππιον ἐμπίτνων ὅμιλον Βακχυλ. 9. 24 (Blass)· πρβλ. [[πίτνω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>mieux que</i> [[ἐμπιτνέω]];<br /><i>seul. prés;<br />c.</i> [[ἐμπίπτω]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πίτνω]].
}}
}}