3,274,216
edits
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπεγείρω''': [[ἐξεγείρω]], [[ἐξυπνίζω]], [[μήπω]] τήνδ’ ἐπέγειρε Ὀδ. Χ. 431, Ἡρόδ. 7. 139, Ἀριστοφ. Ὄρν. 83· μήθ’ εὕδοντ’ ἐπέγειρε Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 3. 9: - Παθ., ἐξεγείρομαι, ἐγείρομαι ἐκ τοῦ ὕπνου, ἀφυπνίζομαι, Ὅμ. μόνον ἐν τοῖς τύποις ἐπέγρετο, ἐπεγρόμενος (οἵτινες πιθαν. ἐγένοντο ἐκ συντετμημένου ἀορ. ἐπηγρόμην, πρβλ. ἔγρομαι), Ἰλ. Κ. 124, Ξ. 256, Ὀδ. Υ. 57· φεύγετε... ἄνδρ’ ἐπεγειρόμενον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1084· δόξαι, αἳ ἐρωτήσει ἐπεγερθεῖσαι ἐπιστῆμαι γίγνονται Πλάτ. Μένων 86A· μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. ἐπεγρηγορώς· ἐπὶ παθητ. σημασίας, [[ἔξυπνος]], [[ἄγρυπνος]], Πλουτ. Βροῦτ. 36, [[ἔνθα]] ἴδε Schäf. II. μεταφ., [[διεγείρω]], [[ἐξεγείρω]], στάσιν Σόλων 3. 19· τὸ [[πάλαι]] κείμενον κακόν... ἐπεγείρειν Σοφ. Ο. Κ. 510· ἐν τμήσει, ἀλλ’ ἀποπαύετε μηδ’ ἐπὶ [[πλείω]] θρῆνον ἐγείρετε [[αὐτόθι]] 1778· ὅσον ἑσμὸν λόγων ἐπεγείρετε Πλάτ. Πολ. 450B: - Παθ., ἐπηγέρθη ἡ Ταλλυβίου [[μῆνις]] Ἡρόδ. 7. 137· ἐπηγείροντο ταῖς ψυχαῖς Διόδ. 14. 52. | |lstext='''ἐπεγείρω''': [[ἐξεγείρω]], [[ἐξυπνίζω]], [[μήπω]] τήνδ’ ἐπέγειρε Ὀδ. Χ. 431, Ἡρόδ. 7. 139, Ἀριστοφ. Ὄρν. 83· μήθ’ εὕδοντ’ ἐπέγειρε Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 3. 9: - Παθ., ἐξεγείρομαι, ἐγείρομαι ἐκ τοῦ ὕπνου, ἀφυπνίζομαι, Ὅμ. μόνον ἐν τοῖς τύποις ἐπέγρετο, ἐπεγρόμενος (οἵτινες πιθαν. ἐγένοντο ἐκ συντετμημένου ἀορ. ἐπηγρόμην, πρβλ. ἔγρομαι), Ἰλ. Κ. 124, Ξ. 256, Ὀδ. Υ. 57· φεύγετε... ἄνδρ’ ἐπεγειρόμενον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1084· δόξαι, αἳ ἐρωτήσει ἐπεγερθεῖσαι ἐπιστῆμαι γίγνονται Πλάτ. Μένων 86A· μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. ἐπεγρηγορώς· ἐπὶ παθητ. σημασίας, [[ἔξυπνος]], [[ἄγρυπνος]], Πλουτ. Βροῦτ. 36, [[ἔνθα]] ἴδε Schäf. II. μεταφ., [[διεγείρω]], [[ἐξεγείρω]], στάσιν Σόλων 3. 19· τὸ [[πάλαι]] κείμενον κακόν... ἐπεγείρειν Σοφ. Ο. Κ. 510· ἐν τμήσει, ἀλλ’ ἀποπαύετε μηδ’ ἐπὶ [[πλείω]] θρῆνον ἐγείρετε [[αὐτόθι]] 1778· ὅσον ἑσμὸν λόγων ἐπεγείρετε Πλάτ. Πολ. 450B: - Παθ., ἐπηγέρθη ἡ Ταλλυβίου [[μῆνις]] Ἡρόδ. 7. 137· ἐπηγείροντο ταῖς ψυχαῖς Διόδ. 14. 52. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἐπεγερῶ, <i>etc.</i><br /><b>1</b> <i>tr.</i> réveiller, éveiller ; <i>avec sign. Pass. au part. pf.</i> ἐπεγρηγορώς qui est réveillé;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> réveiller, ranimer : [[πάλαι]] κείμενον [[κακόν]] SOPH un mal depuis longtemps assoupi;<br /><b>3</b> NT <i>fig.</i> susciter, provoquer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἐγείρω]]. | |||
}} | }} |