3,274,447
edits
(6_23) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐργᾰσία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ([[ἐργάζομαι]]), ὡς καὶ νῦν, «δουλειά», [[ἀσχολία]], Λατ. labor, ἐργασίην φεύγειν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 486, καὶ Ἀττ. ἀντίθετον τῷ [[ἀργία]], Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 7· ἐργ. ἀγαθή, παραγωγικὴ ἐργ., ὁ αὐτ. ἐν Πόροις 4. 29· [[ἀνελεύθερος]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 40· ἐργασίᾳ ἐγχειρεῖν, ἐπὶ μελισσῶν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40 ἡ περὶ τὴν θάλασσαν ἐργ., ἐπὶ ναυτῶν, Πλάτ. Πολ. 371Β· μὴ γενομένης ἐργασίας, Δημ. 819. 28· δὸς ἐργασίαν. μετ’ ἀπαρ., Λατ. da operam ut..., Εὐαγγ. κ. Λουκ. ΙΒ΄, 5· ἐν τῷ πληθ., τὰς ἐν ὑπαίθρῳ ἐργασίας ἐργάζεσθαι Ξεν. Οἰκ. 7. 20. ΙΙ. [[κατασκευή]], [[οἰκοδομή]], τειχῶν Θουκ. 7. 6· ἱματίων, ὑποδημάτων, κτλ., Πλατ. Γοργ. 449D, Θεαίτ. 146D· τῆς ἐσθῆτος Ξεν. Οἰκ. 7. 21· πίττης Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 2. 6· μεταφ., [[Πέργαμος]] ἀμφὶ τεαῖς ἐργασίαις ἁλίσκεται, ἡ [[Τροία]] κυριεύεται (δηλ. [[εἶναι]] πεπρωμένον νὰ κυριευθῇ) κατὰ τὸ [[μέρος]] τὸ κτισθὲν διὰ τῶν χειρῶν σου, Πινδ. Ο. 8. 56· ἐργ. ἡδονῆς Πλάτ. Πρωτ. 353D. 2) ἡ κατεργασία ὕλης τινος, ἡ ἐργ. τοῦ σιδήρου Ἡρόδ. 1. 68· χαλκοῦ, ἐρίων, ξύλων Πλάτ. Χαρμ. 173Ε· τῶν χρυσείων μετάλλων Θουκ. 4. 105, πρβλ. Ὑπερείδ. Ὑπὲρ Εὐξενίππ. 45: ἀλλὰ συνηθέστατα, ἡ καλλιέργεια τῆς γῆς, ἐργ. γῆς χώρας Ἀριστοφ. Βάτρ. 1034, Ἰσοκρ. 145D. κτλ.· ἐργ. περὶ κήπων Πλάτ. [[Μίνως]] 316Ε· [[ὡσαύτως]], [[πέψις]], [[χώνευσις]] τροφῶν, Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 11. 1, κτλ. 3) [[καθόλου]], [[ἐμπόριον]], Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 1, Δημ. 976. 28, κτλ.· ἐπὶ τῆς ἐργασίας ὤν τῆς κατὰ τήν θάλασσαν, ἐνησχολημένος εἰς [[ἐμπόριον]] κατὰ θάλασσαν, Δημ. 893. 21· ἐργ. χρημάτων Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 9, 5· - [[ἐπάγγελμα]], [[ἐργασία]] [[ἐργασία]] ἑταίρας, ἐπικομένη δὲ κατ’ ἐργασίην Ἡρόδ. 2. 135, ἴδε Valck εἰς 1. 93, Δημ. 270. 15. 4) ἐξάσκησις, τῶν τεχνῶν Πλάτ. Γοργ. 450C. ἡ ἐργ. τῆς τραπέζης, τὸ [[ἔργον]] τοῦ τραπεζίτου, Δημ. 946. 3· Κύπριδος Ἀνθ. Π. 5. 219. 5) ἔργου τέχνης, [[τετράγωνος]] ἐργ., ἐπὶ τῶν Ἑρμῶν, Θουκ. 6. 27, πρβλ. 7. 6. ΙΙΙ. [[συντεχνία]] ἢ [[ἑταιρεία]] ἐργατῶν, ἡ ἐργ. τῶν βαφέων Συλλ. Ἐπιγρ. 3924, πρβλ. 3938, καὶ ἴδε τὴν λ. [[ἔργον]] V. | |lstext='''ἐργᾰσία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ([[ἐργάζομαι]]), ὡς καὶ νῦν, «δουλειά», [[ἀσχολία]], Λατ. labor, ἐργασίην φεύγειν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 486, καὶ Ἀττ. ἀντίθετον τῷ [[ἀργία]], Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 7· ἐργ. ἀγαθή, παραγωγικὴ ἐργ., ὁ αὐτ. ἐν Πόροις 4. 29· [[ἀνελεύθερος]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 40· ἐργασίᾳ ἐγχειρεῖν, ἐπὶ μελισσῶν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40 ἡ περὶ τὴν θάλασσαν ἐργ., ἐπὶ ναυτῶν, Πλάτ. Πολ. 371Β· μὴ γενομένης ἐργασίας, Δημ. 819. 28· δὸς ἐργασίαν. μετ’ ἀπαρ., Λατ. da operam ut..., Εὐαγγ. κ. Λουκ. ΙΒ΄, 5· ἐν τῷ πληθ., τὰς ἐν ὑπαίθρῳ ἐργασίας ἐργάζεσθαι Ξεν. Οἰκ. 7. 20. ΙΙ. [[κατασκευή]], [[οἰκοδομή]], τειχῶν Θουκ. 7. 6· ἱματίων, ὑποδημάτων, κτλ., Πλατ. Γοργ. 449D, Θεαίτ. 146D· τῆς ἐσθῆτος Ξεν. Οἰκ. 7. 21· πίττης Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 2. 6· μεταφ., [[Πέργαμος]] ἀμφὶ τεαῖς ἐργασίαις ἁλίσκεται, ἡ [[Τροία]] κυριεύεται (δηλ. [[εἶναι]] πεπρωμένον νὰ κυριευθῇ) κατὰ τὸ [[μέρος]] τὸ κτισθὲν διὰ τῶν χειρῶν σου, Πινδ. Ο. 8. 56· ἐργ. ἡδονῆς Πλάτ. Πρωτ. 353D. 2) ἡ κατεργασία ὕλης τινος, ἡ ἐργ. τοῦ σιδήρου Ἡρόδ. 1. 68· χαλκοῦ, ἐρίων, ξύλων Πλάτ. Χαρμ. 173Ε· τῶν χρυσείων μετάλλων Θουκ. 4. 105, πρβλ. Ὑπερείδ. Ὑπὲρ Εὐξενίππ. 45: ἀλλὰ συνηθέστατα, ἡ καλλιέργεια τῆς γῆς, ἐργ. γῆς χώρας Ἀριστοφ. Βάτρ. 1034, Ἰσοκρ. 145D. κτλ.· ἐργ. περὶ κήπων Πλάτ. [[Μίνως]] 316Ε· [[ὡσαύτως]], [[πέψις]], [[χώνευσις]] τροφῶν, Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 11. 1, κτλ. 3) [[καθόλου]], [[ἐμπόριον]], Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 1, Δημ. 976. 28, κτλ.· ἐπὶ τῆς ἐργασίας ὤν τῆς κατὰ τήν θάλασσαν, ἐνησχολημένος εἰς [[ἐμπόριον]] κατὰ θάλασσαν, Δημ. 893. 21· ἐργ. χρημάτων Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 9, 5· - [[ἐπάγγελμα]], [[ἐργασία]] [[ἐργασία]] ἑταίρας, ἐπικομένη δὲ κατ’ ἐργασίην Ἡρόδ. 2. 135, ἴδε Valck εἰς 1. 93, Δημ. 270. 15. 4) ἐξάσκησις, τῶν τεχνῶν Πλάτ. Γοργ. 450C. ἡ ἐργ. τῆς τραπέζης, τὸ [[ἔργον]] τοῦ τραπεζίτου, Δημ. 946. 3· Κύπριδος Ἀνθ. Π. 5. 219. 5) ἔργου τέχνης, [[τετράγωνος]] ἐργ., ἐπὶ τῶν Ἑρμῶν, Θουκ. 6. 27, πρβλ. 7. 6. ΙΙΙ. [[συντεχνία]] ἢ [[ἑταιρεία]] ἐργατῶν, ἡ ἐργ. τῶν βαφέων Συλλ. Ἐπιγρ. 3924, πρβλ. 3938, καὶ ἴδε τὴν λ. [[ἔργον]] V. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> <i>abs.</i> travail;<br /><b>II.</b> <i>avec un rég.</i><br /><b>1</b> travail, préparation : σιδήρου HDT, ἐρίων, ξύλων PLAT du fer, de la laine, du bois ; γῆς AR de la terre;<br /><b>2</b> pratique : [[τῶν]] τεχνῶν PLAT des arts;<br /><b>3</b> action de produire par son travail : τειχῶν THC construction de murs ; ἱματίων, ὑποδημάτων PLAT confection de vêtements, de chaussures ; ἐσθῆτος [[ἐκ]] [[τῶν]] ἐρίων XÉN confection d’un vêtement avec de la laine, <i>abs.</i> action de se procurer des ressources.<br />'''Étymologie:''' [[ἐργάζομαι]]. | |||
}} | }} |