ἐπιήρανος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιήρᾰνος''': -ον, [[εὐχάριστος]], [[εὐάρεστος]], [[εὐπρόσδεκτος]]. [[οὐδέ]] τι μοι ποδάνιπτρα ποδῶν ἐπιήρανα θυμῷ γίγνεται Ὀδ. Τ. 343:- μεθ’ Ὅμηρον ἡ [[ἔννοια]] μεταβαίνει εἰς τὴν τοῦ ἐπικουρεῖν, βοηθεῖν, ὡς τὸ [[ἀμυντικός]], Μινύαις [[ἐπιήρανος]] Ὀρφ. Ἀργ. 97· [[προσέτι]] εἰς τὴν τοῦ κυβερνᾶν, διοικεῖν, Ἀθηναίων ἐπιήρανε Ἀνθ. Π. παράρτ. 50. 1 πρβλ. Νόνν. Δ. 2. 10· οὕτω, καλῶν ἐπ. ἔργων Ἐμπεδ. 429· ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Ἴων παρ’ Ἀθην. 447F:- ἀκολούθως λαμβάνει τὴν ἔννοιαν τοῦ ἀπωθεῖν, ἀποκρούειν, [[ἐπιήρανος]] ἀσπὶς ἀκόντων Ἀνθ. Π. 9. 41. ΙΙ. ἐνεργ., νεύρων [[ἐπιήρανος]], ἐνισχύων, ἐπιτείνων, παρέχων ἔντασιν, [[τρίγλη]] δ’οὐκ ἐθέλει νεύρων [[ἐπιήρανος]] [[εἶναι]] Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 1. 20.- Πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. ἦρα 12.
|lstext='''ἐπιήρᾰνος''': -ον, [[εὐχάριστος]], [[εὐάρεστος]], [[εὐπρόσδεκτος]]. [[οὐδέ]] τι μοι ποδάνιπτρα ποδῶν ἐπιήρανα θυμῷ γίγνεται Ὀδ. Τ. 343:- μεθ’ Ὅμηρον ἡ [[ἔννοια]] μεταβαίνει εἰς τὴν τοῦ ἐπικουρεῖν, βοηθεῖν, ὡς τὸ [[ἀμυντικός]], Μινύαις [[ἐπιήρανος]] Ὀρφ. Ἀργ. 97· [[προσέτι]] εἰς τὴν τοῦ κυβερνᾶν, διοικεῖν, Ἀθηναίων ἐπιήρανε Ἀνθ. Π. παράρτ. 50. 1 πρβλ. Νόνν. Δ. 2. 10· οὕτω, καλῶν ἐπ. ἔργων Ἐμπεδ. 429· ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Ἴων παρ’ Ἀθην. 447F:- ἀκολούθως λαμβάνει τὴν ἔννοιαν τοῦ ἀπωθεῖν, ἀποκρούειν, [[ἐπιήρανος]] ἀσπὶς ἀκόντων Ἀνθ. Π. 9. 41. ΙΙ. ἐνεργ., νεύρων [[ἐπιήρανος]], ἐνισχύων, ἐπιτείνων, παρέχων ἔντασιν, [[τρίγλη]] δ’οὐκ ἐθέλει νεύρων [[ἐπιήρανος]] [[εἶναι]] Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 1. 20.- Πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. ἦρα 12.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> agréable à, τινι;<br /><b>2</b> qui vient au secours de, qui assiste.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], *ἄρω.
}}
}}