ἐπιήρανος

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιήρᾰνος Medium diacritics: ἐπιήρανος Low diacritics: επιήρανος Capitals: ΕΠΙΗΡΑΝΟΣ
Transliteration A: epiḗranos Transliteration B: epiēranos Transliteration C: epiiranos Beta Code: e)pih/ranos

English (LSJ)

ἐπιήρανον,
A pleasing, acceptable, οὐδέ τί μοι ποδάνιπτρα ποδῶν ἐπιήρανα θυμῷ Od.19.343.
II. after Hom., helping, assisting, Μινύαις ἐπιήρανος Orph.A.98 (prob.).
2. ruling, governing, Ἀθηνάων ἐπιήρανε IG14.1389 ii1, cf.Nonn. D. 2.683; σοφῶν ἐ. ἔργων Emp.129.3; καλῶν ἐ. ἔργων, of Dionysus, Ion Eleg.1.15.
3. warding off, re pelling,ἐπιήρανος ἀσπὶς ἀκόντων AP9.41 (Theon).
4. νεύρων ἐπιή ρανος strengthening, giving tension, Pl.Com.173.19.

German (Pape)

[Seite 941] (vom Vorigen), angenehm, behaglich, ποδάνιπτρα ἐπιήρανα θυμῷ Od. 19, 243. Bei den Dichtern nach Hom. spielt das Wort in ἔρανος = κοίρανος hinüber, vgl. Buttm. Lexil. I S. 158; ὄφρα κεν εἰς Κόλχους Μινύαις ἐπιήρανος ἔλθω, als Helfer den Minyern komme, Orph. Arg. 96, vgl. 826 u. Nonn. D. 2, 10 ἐπ. Αἰθιοπήων, geradezu = Herrscher der Aethiopen, wie ὅλης ἐπ. ἄγρης von der Artemis, der Herrinn der Jagd, id., u. πότνι' Ἀθηναίων ἐπιήρανε Τριτογένεια Marcell. (App. 50, 1); ἡ πάρος ἀντιπάλων ἐπιήρανος ἀσπὶς ἀκόντων, gegen Pfeile schützend, sie abwehrend, Theo Al. 1 (IX, 41). Dah. καλῶν ἐπ. ἔργων, schöner Künste mächtig, Ion bei Ath. X, 447 f; vgl. Empedocl. 421. Auch νεύρων ἐπ., stärkend, Plat. com. bei Ath. I, 5 d.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 agréable à, τινι;
2 qui vient au secours de, qui assiste.
Étymologie: ἐπί, *ἄρω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιήρᾰνος:
1 приятный, желанный: ἐ. θυμῷ Hom. нравящийся, по душе;
2 покровительствующий: ἐ. ἀκόντων Anth. хранящий от копий;
3 направляющий, ведущий (καλῶν ἔργων Emped.; Ἀθηναίων ἐ. Τριτογένεια Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιήρᾰνος: -ον, εὐχάριστος, εὐάρεστος, εὐπρόσδεκτος. οὐδέ τι μοι ποδάνιπτρα ποδῶν ἐπιήρανα θυμῷ γίγνεται Ὀδ. Τ. 343:- μεθ’ Ὅμηρον ἡ ἔννοια μεταβαίνει εἰς τὴν τοῦ ἐπικουρεῖν, βοηθεῖν, ὡς τὸ ἀμυντικός, Μινύαις ἐπιήρανος Ὀρφ. Ἀργ. 97· προσέτι εἰς τὴν τοῦ κυβερνᾶν, διοικεῖν, Ἀθηναίων ἐπιήρανε Ἀνθ. Π. παράρτ. 50. 1 πρβλ. Νόνν. Δ. 2. 10· οὕτω, καλῶν ἐπ. ἔργων Ἐμπεδ. 429· ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Ἴων παρ’ Ἀθην. 447F:- ἀκολούθως λαμβάνει τὴν ἔννοιαν τοῦ ἀπωθεῖν, ἀποκρούειν, ἐπιήρανος ἀσπὶς ἀκόντων Ἀνθ. Π. 9. 41. ΙΙ. ἐνεργ., νεύρων ἐπιήρανος, ἐνισχύων, ἐπιτείνων, παρέχων ἔντασιν, τρίγλη δ’οὐκ ἐθέλει νεύρων ἐπιήρανος εἶναι Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 1. 20.- Πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. ἦρα 12.

English (Autenrieth)

(ἦρα): agreeable; θυμῷ, Od. 19.343†.

Greek Monolingual

ἐπιήρανος, -ον (Α) επίηρα
1. ευχάριστος, ευπρόσδεκτος («ποδάνιπτρα ποδῶν ἐπιήρανα θυμῷ», Ομ. Οδ.)
2. βοηθός, αρωγός («Μινύαις ἐπιήρανε»)
3. κυβερνήτης, επόπτης (α. «Ἀθηναίων ἐπιήρανε» β. «ἔργων ἐπιήρανος»)
5. φρ. «νεύρων ἐπιήρανος» — αυτός που προκαλεί νευρική υπερένταση.

Greek Monotonic

ἐπιήρᾰνος: -ον (ἦρα),·
I. ευχάριστος, ευπρόσδεκτος, σε Ομήρ. Οδ.
II. αυτός που επικουρεί, βοηθά, συνδράμει εναντίον, με γεν., σε Ανθ.· αυτός που υπερασπίζεται, προστατεύει, αυτός που απωθεί, αποκρούει, που διοικεί, επίσης με γεν., στον ίδ.

Frisk Etymological English

1. Meaning: wellcome
See also: s. ἐπίηρος.
2. Meaning: ruling, governing
See also: s. ἤρανος.

Middle Liddell

ἐπι-ήρᾰνος, ον [ἦρα]
I. pleasing, acceptable, Od.
II. assisting against, c. gen., Anth.: defending, governing, also c. gen., Anth.

Frisk Etymology German

ἐπιήρανος: 1.
{epiḗranos}
Meaning: wohlgefällig, willkommen (τ 343)
See also: s. ἐπίηρος.
Page 1,537
2.
{epiḗranos}
Meaning: mächtig, herrschend, schützend
See also: s. ἤρανος.
Page 1,537