3,274,313
edits
(6_18) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐόφθαλμος''': -ον, ὁ ἔχων ὡραίους ὀφθαλμούς, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 41. 2) ὁ ἔχων ὀξεῖαν ὅρασιν, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 55. ΙΙ. [[εὐάρεστος]] εἰς τοὺς ὀφθαλμούς, Ἀθήν. 545Ε: - μόνον εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς [[ἀρεστός]], κατὰ τὰ φαινόμενον [[καλός]], [[εὐλογοφανής]], εὐόφθαλμον ἀκοῦσαι Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 18, 16· πρβλ. [[εὐπρόσωπος]]. - Ἐπίρρ. -μως, «εὐοφθάλμως: ἀντὶ τοῦ εὐπρεπῶς, Ἀντιφῶν ἐν τῷ περὶ ταῶν» Ἁρποκρ. | |lstext='''εὐόφθαλμος''': -ον, ὁ ἔχων ὡραίους ὀφθαλμούς, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 41. 2) ὁ ἔχων ὀξεῖαν ὅρασιν, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 55. ΙΙ. [[εὐάρεστος]] εἰς τοὺς ὀφθαλμούς, Ἀθήν. 545Ε: - μόνον εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς [[ἀρεστός]], κατὰ τὰ φαινόμενον [[καλός]], [[εὐλογοφανής]], εὐόφθαλμον ἀκοῦσαι Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 18, 16· πρβλ. [[εὐπρόσωπος]]. - Ἐπίρρ. -μως, «εὐοφθάλμως: ἀντὶ τοῦ εὐπρεπῶς, Ἀντιφῶν ἐν τῷ περὶ ταῶν» Ἁρποκρ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui a de beaux yeux;<br /><b>2</b> qui a de bons yeux;<br /><i>Cp.</i> εὐοφθαλμότερος, <i>Sp.</i> εὐοφθαλμότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὀφθαλμός]]. | |||
}} | }} |