Anonymous

εὐόφθαλμος: Difference between revisions

From LSJ
15
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui a de beaux yeux;<br /><b>2</b> qui a de bons yeux;<br /><i>Cp.</i> εὐοφθαλμότερος, <i>Sp.</i> εὐοφθαλμότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὀφθαλμός]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui a de beaux yeux;<br /><b>2</b> qui a de bons yeux;<br /><i>Cp.</i> εὐοφθαλμότερος, <i>Sp.</i> εὐοφθαλμότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὀφθαλμός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐόφθαλμος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει ωραία μάτια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει οξύ [[βλέμμα]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[ευχάριστος]] στο [[βλέμμα]] των άλλων, που έχει ευχάριστη θέα, ο καλοκοίταχτος<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται με άγρυπνα μάτια («[[εὐόφθαλμος]] [[ψαλμωδία]]»)<br /><b>4.</b> (μτφ. για λόγο, [[δοξασία]], [[θεωρία]], [[γνώμη]]) α) [[ευπρόσωπος]]<br />β) <b>συνεκδ.</b> [[πιθανός]], [[ευλογοφανής]] («εὐόφθαλμον ἀκοῡσαι μόνον», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐοφθάλμως</i> (ΑΜ)<br />με [[ευπρέπεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[οφθαλμός]]].
}}
}}