3,277,121
edits
(6_21) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐφόλκιον''': τό, ([[ἐφέλκω]]) μικρὸν [[πλοῖον]], [[λέμβος]], παρὰ τὸ ἕλκεσθαι ὑπὸ τῶν μεγάλων πλοίων, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208F, Πλουτ. Πομπ. 73, κτλ.· ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 369. 2) [[καθόλου]], τὸ ἔκ τινος ἐξαρτώμενον, Ἀνθ. Π. 7. 67, Πλουτ. Πομπ. 40., 2. 476Α, πρβλ. Α. Β. 257. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἐφόλκιον]]· διὰ τοῦ ῑ τὸ [[πηδάλιον]], ἀπὸ τοῦ ἐφέλκεσθαι». | |lstext='''ἐφόλκιον''': τό, ([[ἐφέλκω]]) μικρὸν [[πλοῖον]], [[λέμβος]], παρὰ τὸ ἕλκεσθαι ὑπὸ τῶν μεγάλων πλοίων, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208F, Πλουτ. Πομπ. 73, κτλ.· ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 369. 2) [[καθόλου]], τὸ ἔκ τινος ἐξαρτώμενον, Ἀνθ. Π. 7. 67, Πλουτ. Πομπ. 40., 2. 476Α, πρβλ. Α. Β. 257. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἐφόλκιον]]· διὰ τοῦ ῑ τὸ [[πηδάλιον]], ἀπὸ τοῦ ἐφέλκεσθαι». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> gouvernail;<br /><b>2</b> chaloupe qu’un gros navire traîne après soi.<br />'''Étymologie:''' [[ἐφολκός]]. | |||
}} | }} |