ἐχέστονος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐχέστονος''': -ον, ὁ προξενῶν στόνους, στεναγμούς, λύπας, ἰὸν ἐχέστονον Θεόκρ. 25. 213.
|lstext='''ἐχέστονος''': -ον, ὁ προξενῶν στόνους, στεναγμούς, λύπας, ἰὸν ἐχέστονον Θεόκρ. 25. 213.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui cause de la douleur.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]], [[στόνος]].
}}
}}