3,274,313
edits
(6_9) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐφορμή''': ἡ, [[εἴσοδος]], δι’ ἧς νὰ ἐφορμήσῃ τις, μία δ’ οἴη γίγνετ’ ἐφορμὴ Ὀδ. Χ. 130, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 108, Ὀππ. Ἁλ. 4. 623: - [[προσβολή]], [[ἐπίθεσις]], ἐφορμαῖς λαβεῖν Θουκ. 6. 90, πρβλ. Cöller εἰς 6. 49· [[ἐπιχείρησις]], Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 204. | |lstext='''ἐφορμή''': ἡ, [[εἴσοδος]], δι’ ἧς νὰ ἐφορμήσῃ τις, μία δ’ οἴη γίγνετ’ ἐφορμὴ Ὀδ. Χ. 130, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 108, Ὀππ. Ἁλ. 4. 623: - [[προσβολή]], [[ἐπίθεσις]], ἐφορμαῖς λαβεῖν Θουκ. 6. 90, πρβλ. Cöller εἰς 6. 49· [[ἐπιχείρησις]], Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 204. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> action d’assaillir, attaque;<br /><b>2</b> endroit par où l’on attaque.<br />'''Étymologie:''' [[ἐφορμάω]]. | |||
}} | }} |