Anonymous

ἐφορμή: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐφορμή''': ἡ, [[εἴσοδος]], δι’ ἧς νὰ ἐφορμήσῃ τις, μία δ’ οἴη γίγνετ’ ἐφορμὴ Ὀδ. Χ. 130, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 108, Ὀππ. Ἁλ. 4. 623: - [[προσβολή]], [[ἐπίθεσις]], ἐφορμαῖς λαβεῖν Θουκ. 6. 90, πρβλ. Cöller εἰς 6. 49· [[ἐπιχείρησις]], Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 204.
|lstext='''ἐφορμή''': ἡ, [[εἴσοδος]], δι’ ἧς νὰ ἐφορμήσῃ τις, μία δ’ οἴη γίγνετ’ ἐφορμὴ Ὀδ. Χ. 130, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 108, Ὀππ. Ἁλ. 4. 623: - [[προσβολή]], [[ἐπίθεσις]], ἐφορμαῖς λαβεῖν Θουκ. 6. 90, πρβλ. Cöller εἰς 6. 49· [[ἐπιχείρησις]], Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 204.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> action d’assaillir, attaque;<br /><b>2</b> endroit par où l’on attaque.<br />'''Étymologie:''' [[ἐφορμάω]].
}}
}}