ζεῦξις: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζεῦξις''': -εως, ἡ, ([[ζεύγνυμι]]) τὸ ζευγνύναι, ζεύξιμον, ζεύξει τοιαύτῃ χρεόμενοι Ἡρόδ. 3. 104. ΙΙ. [[σύνδεσις]], τὸ συνάπτειν [[οἷον]] διὰ γεφύρας, ὁ αὐτ. 4. 88., 7. 35.
|lstext='''ζεῦξις''': -εως, ἡ, ([[ζεύγνυμι]]) τὸ ζευγνύναι, ζεύξιμον, ζεύξει τοιαύτῃ χρεόμενοι Ἡρόδ. 3. 104. ΙΙ. [[σύνδεσις]], τὸ συνάπτειν [[οἷον]] διὰ γεφύρας, ὁ αὐτ. 4. 88., 7. 35.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de joindre par un pont;<br /><b>2</b> action d’atteler au joug.<br />'''Étymologie:''' [[ζεύγνυμι]].
}}
}}