ἠθμοειδής: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠθμοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς ἠθμόν, διυλιστήριον, τρυπητόν, Πλούτ. 2. 699Α. ΙΙ. τὸ ἠθ. [[ὀστοῦν]], τὸ πλῆρες πόρων, ὡς ὁ [[σπόγγος]], [[ὀστοῦν]] τὸ κατὰ τὴν ῥίζαν τῆς [[ῥινός]], δι’ οὗ διέρχονται αἱ ἐκκρίσεις αὐτῆς, Γαλην.
|lstext='''ἠθμοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς ἠθμόν, διυλιστήριον, τρυπητόν, Πλούτ. 2. 699Α. ΙΙ. τὸ ἠθ. [[ὀστοῦν]], τὸ πλῆρες πόρων, ὡς ὁ [[σπόγγος]], [[ὀστοῦν]] τὸ κατὰ τὴν ῥίζαν τῆς [[ῥινός]], δι’ οὗ διέρχονται αἱ ἐκκρίσεις αὐτῆς, Γαλην.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />pareil à un crible, percé comme un crible.<br />'''Étymologie:''' [[ἠθμός]], [[εἶδος]].
}}
}}