ἡμερινός: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμερινός''': -ή, -όν, εἰς ἡμέραν ἀνήκων, τῆς ἡμέρας, φῶς Πλάτ. Πολ. 508 C· ἐν καιρῷ ἡμέρας, ἀντίθ. τῷ [[νυκτερινός]], [[πυρετός]] Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 941· [[ἄγγελος]] ἡμ., [[ἀγγελιαφόρος]] τῆς ἡμέρας, Ξεν. Κύρ. 8. 6, 18, πρβλ. [[ἡμεροδρόμος]]· ἡμ. [[θεωρία]] Πολύβ. 9. 14, 6. ΙΙ. ἡμ. [[σῖτα]], ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 163, καθημερινά, κοινά, πρβλ. Ἔφιππ. Γηρ. 1. 2.
|lstext='''ἡμερινός''': -ή, -όν, εἰς ἡμέραν ἀνήκων, τῆς ἡμέρας, φῶς Πλάτ. Πολ. 508 C· ἐν καιρῷ ἡμέρας, ἀντίθ. τῷ [[νυκτερινός]], [[πυρετός]] Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 941· [[ἄγγελος]] ἡμ., [[ἀγγελιαφόρος]] τῆς ἡμέρας, Ξεν. Κύρ. 8. 6, 18, πρβλ. [[ἡμεροδρόμος]]· ἡμ. [[θεωρία]] Πολύβ. 9. 14, 6. ΙΙ. ἡμ. [[σῖτα]], ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 163, καθημερινά, κοινά, πρβλ. Ἔφιππ. Γηρ. 1. 2.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />du jour, qui se fait pendant le jour.<br />'''Étymologie:''' [[ἡμέρα]].
}}
}}