3,274,216
edits
(Bailly1_2) |
(16) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />du jour, qui se fait pendant le jour.<br />'''Étymologie:''' [[ἡμέρα]]. | |btext=ή, όν :<br />du jour, qui se fait pendant le jour.<br />'''Étymologie:''' [[ἡμέρα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡμερινός]], -ή, -ὸν (Α) [[ημέρα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ημέρα]] ή αυτός που γίνεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας («ἡμερινὸς [[πυρετός]]», Ιπποκρ.). Επιρρ. <i>ἡμερινῶς</i> (AM)<br />[[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας. | |||
}} | }} |