Anonymous

ἡμερινός: Difference between revisions

From LSJ
16
(Bailly1_2)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />du jour, qui se fait pendant le jour.<br />'''Étymologie:''' [[ἡμέρα]].
|btext=ή, όν :<br />du jour, qui se fait pendant le jour.<br />'''Étymologie:''' [[ἡμέρα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμερινός]], -ή, -ὸν (Α) [[ημέρα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ημέρα]] ή αυτός που γίνεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας («ἡμερινὸς [[πυρετός]]», Ιπποκρ.). Επιρρ. <i>ἡμερινῶς</i> (AM)<br />[[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας.
}}
}}