ἠλάσκω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠλάσκω''': Ἐπ. [[τύπος]] τοῦ [[ἀλαίνω]] (πρβλ. [[ἠλαίνω]]). πλανῶμαι, περιφέρομαι, ἔλαφοι [[αὔτως]] ἠλάσκουσαι ἀνάλκιδες Ἰλ. Ν. 104· μυῖαι κατὰ σταθμὸν ποιμνήϊον ἠλάσκουσιν Ἰλ. Β. 470· ἐπὶ προσώπων, Ἐμπεδ. 21, Διον. ΙΙ. 675· ἠλάσκαζες Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 142.
|lstext='''ἠλάσκω''': Ἐπ. [[τύπος]] τοῦ [[ἀλαίνω]] (πρβλ. [[ἠλαίνω]]). πλανῶμαι, περιφέρομαι, ἔλαφοι [[αὔτως]] ἠλάσκουσαι ἀνάλκιδες Ἰλ. Ν. 104· μυῖαι κατὰ σταθμὸν ποιμνήϊον ἠλάσκουσιν Ἰλ. Β. 470· ἐπὶ προσώπων, Ἐμπεδ. 21, Διον. ΙΙ. 675· ἠλάσκαζες Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 142.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />errer çà et là, fuir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλάομαι]].
}}
}}