ἡδύπνοος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡδύπνοος''': Δωρ. ἁδύπν-, ον, συνῃρ. -πνους, ουν, [[ἡδέως]] πνέων, [[εὐάρεστος]], αὖραι Εὐρ. Μηδ. 840· ἐπὶ μουσικοῦ ἤχου, Πίνδ. Ο. 13. 31, Ι. 2. 38· ἐπὶ εὐοιωνίστων ὀνείρων, Σοφ. Ἠλ. 480. 2) [[εὔοσμος]], [[λεπαστὴ]] Τηλεκλείδ. Πρυτ. 2· [[χῶρος]] Ἀνθ. Π. 9. 564· [[κρόκος]] Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 547. Ἐν τοῖς δυσὶ τελευταίοις χωρίοις, ἡδύπνοον, ἡδυπνόου, πρέπει νὰ προφέρωνται ὡς τρισύλλ. ἡδύπνουν, -πνου.
|lstext='''ἡδύπνοος''': Δωρ. ἁδύπν-, ον, συνῃρ. -πνους, ουν, [[ἡδέως]] πνέων, [[εὐάρεστος]], αὖραι Εὐρ. Μηδ. 840· ἐπὶ μουσικοῦ ἤχου, Πίνδ. Ο. 13. 31, Ι. 2. 38· ἐπὶ εὐοιωνίστων ὀνείρων, Σοφ. Ἠλ. 480. 2) [[εὔοσμος]], [[λεπαστὴ]] Τηλεκλείδ. Πρυτ. 2· [[χῶρος]] Ἀνθ. Π. 9. 564· [[κρόκος]] Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 547. Ἐν τοῖς δυσὶ τελευταίοις χωρίοις, ἡδύπνοον, ἡδυπνόου, πρέπει νὰ προφέρωνται ὡς τρισύλλ. ἡδύπνουν, -πνου.
}}
{{bailly
|btext=οος, οον;<br /><b>1</b> au souffle agréable;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> au souffle propice.<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]], [[πνέω]].
}}
}}