3,273,405
edits
(6_13a) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱδρύω''': μέλλ. -ύσω Εὐρ. Βάκχ. 1339: ἀόρ. ἵδρυσα Ὅμ., Ἀττ.: πρκμ. ἵδρῡκα (καθ-) Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 6: - Μέσ., μέλλ. -ύσομαι Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 397, Ἀριστοφ. Πλ. 1198: ἀόρ. ἱδρυσάμην Ἡρόδ., Ἀττ. - Παθ., μέλλ. ἱδρυθήσομαι Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6: ἀόρ. ἱδρύθην (οὐχὶ ἱδρύνθην, ἴδε κατωτ.): πρκμ. ἵδρῡμαι, ἀμφότερα ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. καὶ μέσ. σημασ., ἴδε ἐν τέλ. τὸ ι φύσει βραχύ, Εὐρ. Βάκχ. 1070, ἀλλὰ κοινῶς θέσει [[μακρόν]]. τὸ υ φύσει μακρὸν ἔτι καὶ ἐν τῷ [[ἱδρύω]], Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 786· ἂν καὶ ὁ Ὅμ. ποιεῖ αὐτὸ βραχὺ ἐν θέσει ἵδρῠε Ἰλ. B. 191· καθίδρῠε Ὀδ. Υ. 257. ῡ ἐν τῷ μέλλ. καὶ ἀόρ. α΄ πλὴν παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, ὡς ἐν Ἀνθ. Π. 7. 109, Νόνν., κλ. - Παθ. πρκμ. ἵδρῡμαι Αἰσχύλ. Ἱκ. 413, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 19, Ἑλ. 820, Θεόφρ. 17. 21, κτλ. [[ὥστε]] τὸ ἀπαρέμφ. [[γραπτέον]] ἱδρῦσθαι, οὐχὶ ἱδρύσθαι. - Ὁ παθ. ἀόρ. [[συχνάκις]] φέρεται ἱδρύνθην ἐν Ἀντιγράφοις Ὁμήρ. καὶ ἄλλων συγγραφέων, ὅρα Λοβέκ. εἰς Φρύν. 37, Veitch Ἀνώμ. Ρήμ. ἐν λ. Ἴσως μεταγεν. συγγραφεῖς θεωροῦντες τὸ υ βραχὺ μετεχειρίσθησαν τούτους τοὺς τύπους· ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς Τραγ. τὸ ἱδρύνθην δὲν δύναται νὰ δικαιολογηθῇ διὰ παραβολῆς τῶν ἀορίστων ἐκλίνθην, ἐκρίνθην· [[διότι]] ἐν τούτοις τὸ ν ἀνήκει εἰς τὴν ῥίζαν, καὶ τὸ υ [[εἶναι]] φύσει μακρὸν ἐν τῷ ἱδρύθην. Μεταβατ. τοῦ [[ἕζομαι]] (πρβλ. ἵζω, [[ἱζάνω]]), [[κάμνω]] ἢ βάλλω τινὰ νὰ καθίσῃ, [[αὐτός]] τε κάθησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαοὺς Ἰλ. B. 191· ἵδρυσε θρόνῳ ἔνι θοῦρον Ἀρῆα Ο. 142, πρβλ. Ὀδ. Γ. 37, Θ. 37· ἱδρ. τινὰ εἰς θρόνους Εὐρ. Ἴων 1573· ὄζων ἔπι ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1070· ἵδρυσε τὴν στρατιὴν ἐπὶ ποταμῷ, ἐτοποθέτησε τὸ [[στράτευμα]], διέταξε νὰ στρατοπεδεύσῃ, Ἡρόδ. 4. 124, πρβλ. 203. - Παθ., [[καθίζω]], [[μένω]], τοί δ’ ἱδρύθησαν ἅπαντες (ἀλλὰ καὶ ἱδρύνθησαν κατὰ τὰς νεωτάτας ἐκδόσεις) Ἰλ. Γ. 78· κατ’ οἶκον ἵδρυται γυνὴ Εὐρ. Ἱπ. 639· ἐπὶ στρατοῦ, [[στρατοπεδεύω]], Ἡρόδ. 4. 203, κ. ἀλλ.· ἀσφαλῶς ἱδρυμένος ὁ αὐτ. 6. 86, 1· ἐν θεῶν ἕδραισιν ὧδ’ ἱδρυμένας Αἰσχύλ. Ἱκ. 413· ἡ στρατιὰ βεβαίως ἔδοξεν ἱδρῦσθαι, ἐφάνη ὅτι ἔλαβεν ἀσφαλῆ θέσιν, Θουκ. 8. 40 2) ἐγκαθιστῶ τινα εἴς τινα τόπον, δεῖ γάρ με σῷσαι τὴν θανούσαν [[ἀρτίως]] γυναῖκα [[κεἰς]] τόνδ’ [[αὖθις]] ἱδρῦσαι δόμον Εὐρ. Ἀλκ. 841· μήτ’... ἐν τοῖς ἐμοῖς ἀστοῖσιν ἱδρύσῃς Ἄρη ἐμφύλιον Αἰσχύλ. Εὐμ. 862· [[ἱδρύω]] πολλοὺς ἐν πόλει Πλουτ. Πομπ. 28. - Παθ., κατὰ χώρην ἵδρυται, μένουσι [[πάντοτε]], Ἡρόδ. 8. 73· ποῦ κλύεις νιν ἱδρῦσθαι χθονός; Σοφ. Τρ. 68· ἐς Κολωνὰς ἱδρυθεὶς Θουκ. 1. 131· [[ὡσαύτως]], ἱδρῦσθαι οἶκον (πρβλ. [[ἕζομαι]]) Εὐρ. Ἠλ. 1131· μεταξὺ φρενῶν ὀμφαλοῦ τε ἵδρυται Πλάτ. Τίμ. 77B· ἐπὶ τοπικῶν νοσημάτων, ἱδρυθεὶς [[πόνος]] ἐς [[στῆθος]] Ἱππ. 196A· τὸ ἐν κεφαλῇ... ἱδρυθὲν κακὸν Θουκ. 2. 49. 3) ἐν τῷ Μέσ., τοποθετῶ ἀσφαλῶς, [[ἐγκαθιδρύω]], τινὰ ἄνακτα γῆς Εὐρ. Φοίν 1008· τινὰ ἐς οἶκόν τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 46· ἱδρύσασθαι τοὺς βίους, ἐγκαθίστασθαι, Διον. Ἁλ. 1. 68. 4) Παθ. πρκμ. ἵδρυμαι, ἐπὶ τόπων ἢ θέσεων, [[κεῖμαι]], Λατ. situm esse, ἐπὶ πόλεως, Ἡρόδ. 2. 59· πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 231, Πλάτ. Νόμ. 745Β. ΙΙ. [[ἱδρύω]], στήνω, [[ἀνεγείρω]] καὶ καθιερῶ ναούς, ἀγάλματα, Valck. ἐν Ἱππ. 31· τρόπαια, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 786· ἱδρῦσαι Ἑρμῆν, ἐγείρειν [[ἄγαλμα]] τοῦ Ἑρμοῦ, Ἀριστοφ. Πλ. 1153· τὸν Πλοῦτον [[αὐτόθι]] 1192· Εἰρήνην ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 1091. - Παθητ., [[συχν]]. ἐν τῷ πρκμ., [[ἱρόν]], βωμὸς ἵδρυται Ἡρόδ. 1. 69., 7. 44, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 254· ἐν Ἀθήναις, ἥρωες κατὰ πόλιν ἱδρυμένοι, πρὸς τιμὴν τῶν ἐστήθησαν ἀγάλματα, Λυκοῦργ. 147. 43. - Μέσ. [[ἐγείρω]] δι’ ἐμαυτόν, [[κτίζω]], ἱδρύσαντο Πανὸς ἱρὸν Ἡρόδ. 6. 105, πρβλ. 1. 105, κ. ἀλλ.· ναῶν ἕδρας ἱδρυσάμεσθα Εὐρ. Κύκλ. 291 (ἴδε Δινδ.), πρβλ. Ι. Τ. 1453, Πλάτ. Πρωτ. 322Α, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]] ὁ Παθ. πρκμ. [[μετὰ]] μέσ. σημασ., Ἡρόδ. 2. 42. Πλάτ. Συμπ. 195Ε, Μένανδρ. ἐν «Ἡνιόχῳ» 2. | |lstext='''ἱδρύω''': μέλλ. -ύσω Εὐρ. Βάκχ. 1339: ἀόρ. ἵδρυσα Ὅμ., Ἀττ.: πρκμ. ἵδρῡκα (καθ-) Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 6: - Μέσ., μέλλ. -ύσομαι Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 397, Ἀριστοφ. Πλ. 1198: ἀόρ. ἱδρυσάμην Ἡρόδ., Ἀττ. - Παθ., μέλλ. ἱδρυθήσομαι Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6: ἀόρ. ἱδρύθην (οὐχὶ ἱδρύνθην, ἴδε κατωτ.): πρκμ. ἵδρῡμαι, ἀμφότερα ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. καὶ μέσ. σημασ., ἴδε ἐν τέλ. τὸ ι φύσει βραχύ, Εὐρ. Βάκχ. 1070, ἀλλὰ κοινῶς θέσει [[μακρόν]]. τὸ υ φύσει μακρὸν ἔτι καὶ ἐν τῷ [[ἱδρύω]], Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 786· ἂν καὶ ὁ Ὅμ. ποιεῖ αὐτὸ βραχὺ ἐν θέσει ἵδρῠε Ἰλ. B. 191· καθίδρῠε Ὀδ. Υ. 257. ῡ ἐν τῷ μέλλ. καὶ ἀόρ. α΄ πλὴν παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, ὡς ἐν Ἀνθ. Π. 7. 109, Νόνν., κλ. - Παθ. πρκμ. ἵδρῡμαι Αἰσχύλ. Ἱκ. 413, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 19, Ἑλ. 820, Θεόφρ. 17. 21, κτλ. [[ὥστε]] τὸ ἀπαρέμφ. [[γραπτέον]] ἱδρῦσθαι, οὐχὶ ἱδρύσθαι. - Ὁ παθ. ἀόρ. [[συχνάκις]] φέρεται ἱδρύνθην ἐν Ἀντιγράφοις Ὁμήρ. καὶ ἄλλων συγγραφέων, ὅρα Λοβέκ. εἰς Φρύν. 37, Veitch Ἀνώμ. Ρήμ. ἐν λ. Ἴσως μεταγεν. συγγραφεῖς θεωροῦντες τὸ υ βραχὺ μετεχειρίσθησαν τούτους τοὺς τύπους· ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς Τραγ. τὸ ἱδρύνθην δὲν δύναται νὰ δικαιολογηθῇ διὰ παραβολῆς τῶν ἀορίστων ἐκλίνθην, ἐκρίνθην· [[διότι]] ἐν τούτοις τὸ ν ἀνήκει εἰς τὴν ῥίζαν, καὶ τὸ υ [[εἶναι]] φύσει μακρὸν ἐν τῷ ἱδρύθην. Μεταβατ. τοῦ [[ἕζομαι]] (πρβλ. ἵζω, [[ἱζάνω]]), [[κάμνω]] ἢ βάλλω τινὰ νὰ καθίσῃ, [[αὐτός]] τε κάθησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαοὺς Ἰλ. B. 191· ἵδρυσε θρόνῳ ἔνι θοῦρον Ἀρῆα Ο. 142, πρβλ. Ὀδ. Γ. 37, Θ. 37· ἱδρ. τινὰ εἰς θρόνους Εὐρ. Ἴων 1573· ὄζων ἔπι ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1070· ἵδρυσε τὴν στρατιὴν ἐπὶ ποταμῷ, ἐτοποθέτησε τὸ [[στράτευμα]], διέταξε νὰ στρατοπεδεύσῃ, Ἡρόδ. 4. 124, πρβλ. 203. - Παθ., [[καθίζω]], [[μένω]], τοί δ’ ἱδρύθησαν ἅπαντες (ἀλλὰ καὶ ἱδρύνθησαν κατὰ τὰς νεωτάτας ἐκδόσεις) Ἰλ. Γ. 78· κατ’ οἶκον ἵδρυται γυνὴ Εὐρ. Ἱπ. 639· ἐπὶ στρατοῦ, [[στρατοπεδεύω]], Ἡρόδ. 4. 203, κ. ἀλλ.· ἀσφαλῶς ἱδρυμένος ὁ αὐτ. 6. 86, 1· ἐν θεῶν ἕδραισιν ὧδ’ ἱδρυμένας Αἰσχύλ. Ἱκ. 413· ἡ στρατιὰ βεβαίως ἔδοξεν ἱδρῦσθαι, ἐφάνη ὅτι ἔλαβεν ἀσφαλῆ θέσιν, Θουκ. 8. 40 2) ἐγκαθιστῶ τινα εἴς τινα τόπον, δεῖ γάρ με σῷσαι τὴν θανούσαν [[ἀρτίως]] γυναῖκα [[κεἰς]] τόνδ’ [[αὖθις]] ἱδρῦσαι δόμον Εὐρ. Ἀλκ. 841· μήτ’... ἐν τοῖς ἐμοῖς ἀστοῖσιν ἱδρύσῃς Ἄρη ἐμφύλιον Αἰσχύλ. Εὐμ. 862· [[ἱδρύω]] πολλοὺς ἐν πόλει Πλουτ. Πομπ. 28. - Παθ., κατὰ χώρην ἵδρυται, μένουσι [[πάντοτε]], Ἡρόδ. 8. 73· ποῦ κλύεις νιν ἱδρῦσθαι χθονός; Σοφ. Τρ. 68· ἐς Κολωνὰς ἱδρυθεὶς Θουκ. 1. 131· [[ὡσαύτως]], ἱδρῦσθαι οἶκον (πρβλ. [[ἕζομαι]]) Εὐρ. Ἠλ. 1131· μεταξὺ φρενῶν ὀμφαλοῦ τε ἵδρυται Πλάτ. Τίμ. 77B· ἐπὶ τοπικῶν νοσημάτων, ἱδρυθεὶς [[πόνος]] ἐς [[στῆθος]] Ἱππ. 196A· τὸ ἐν κεφαλῇ... ἱδρυθὲν κακὸν Θουκ. 2. 49. 3) ἐν τῷ Μέσ., τοποθετῶ ἀσφαλῶς, [[ἐγκαθιδρύω]], τινὰ ἄνακτα γῆς Εὐρ. Φοίν 1008· τινὰ ἐς οἶκόν τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 46· ἱδρύσασθαι τοὺς βίους, ἐγκαθίστασθαι, Διον. Ἁλ. 1. 68. 4) Παθ. πρκμ. ἵδρυμαι, ἐπὶ τόπων ἢ θέσεων, [[κεῖμαι]], Λατ. situm esse, ἐπὶ πόλεως, Ἡρόδ. 2. 59· πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 231, Πλάτ. Νόμ. 745Β. ΙΙ. [[ἱδρύω]], στήνω, [[ἀνεγείρω]] καὶ καθιερῶ ναούς, ἀγάλματα, Valck. ἐν Ἱππ. 31· τρόπαια, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 786· ἱδρῦσαι Ἑρμῆν, ἐγείρειν [[ἄγαλμα]] τοῦ Ἑρμοῦ, Ἀριστοφ. Πλ. 1153· τὸν Πλοῦτον [[αὐτόθι]] 1192· Εἰρήνην ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 1091. - Παθητ., [[συχν]]. ἐν τῷ πρκμ., [[ἱρόν]], βωμὸς ἵδρυται Ἡρόδ. 1. 69., 7. 44, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 254· ἐν Ἀθήναις, ἥρωες κατὰ πόλιν ἱδρυμένοι, πρὸς τιμὴν τῶν ἐστήθησαν ἀγάλματα, Λυκοῦργ. 147. 43. - Μέσ. [[ἐγείρω]] δι’ ἐμαυτόν, [[κτίζω]], ἱδρύσαντο Πανὸς ἱρὸν Ἡρόδ. 6. 105, πρβλ. 1. 105, κ. ἀλλ.· ναῶν ἕδρας ἱδρυσάμεσθα Εὐρ. Κύκλ. 291 (ἴδε Δινδ.), πρβλ. Ι. Τ. 1453, Πλάτ. Πρωτ. 322Α, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]] ὁ Παθ. πρκμ. [[μετὰ]] μέσ. σημασ., Ἡρόδ. 2. 42. Πλάτ. Συμπ. 195Ε, Μένανδρ. ἐν «Ἡνιόχῳ» 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἱδρύσω, <i>ao.</i> ἵδρυσα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἱδρύθην, <i>pf.</i> [[ἵδρυμαι]];<br /><b>1</b> faire asseoir : τινά, qqn ; θρόνῳ [[ἔνι]] τινά IL qqn sur un siège ; <i>Pass.</i> être assis : [[ἐν]] [[θεῶν]] ἕδραισιν ESCHL sur les sièges des dieux ; <i>abs.</i> être assis immobile;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> faire camper, asseoir : τὴν στρατιὴν ἐπὶ ποταμῷ HDT l’armée au bord d’un fleuve ; <i>Pass.</i> être campé;<br /><b>3</b> établir, installer : [[εἰς]] δόμον EUR amener et établir dans une maison ; πολλοὺς [[ἐν]] πόλει PLUT établir beaucoup de gens dans la ville ; <i>Pass.</i> avoir sa résidence : [[ποῦ]] κλύεις νιν ἱδρῦσθαι χθονός ; SOPH en quelle région de la terre as-tu ouï dire qu’il fût établi ? [[ἐν]] κεφαλῇ ἱδρυθὲν [[κακόν]] THC mal qui avait son siège dans la tête ; <i>particul.</i> être établi solidement;<br /><b>4</b> <i>p. ext.</i> fonder, construire, élever (une maison, un temple, une statue, un trophée, <i>etc.) ; Pass.</i> être fondé, construit, élevé ; <i>à l’ao. et au pf. Pass.</i> être situé;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἱδρύομαι (<i>f.</i> ἱδρύσομαι, <i>ao.</i> ἱδρυσάμην);<br /><b>1</b> asseoir, établir, installer pour soi ; <i>fig.</i> établir solidement, fixer, consolider;<br /><b>2</b> fonder, construire, élever pour soi, pour son usage <i>ou</i> pour son intérêt (un temple, une statue, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' R. Σεδ, asseoir ; cf. ἕζω. | |||
}} | }} |