ἱδρύω
σοφόν γάρ ἕν βούλευμα τάς πολλάς χεῖρας νικᾶ, σὺν ὄχλῳ δ' ἀμαθία μεῖζον κακό → better than many hands is one wise thought, a multitude of fools makes folly worse
English (LSJ)
fut. ἱδρύσω (καθ-) E.Ba.1339: aor.
A ἵδρῡσα Il.15.142, E. Ba.1070: pf. ἵδρῡκα (καθ-) Arist.PA665b20:—Med., fut. ἱδρύσομαι E. Heracl.397, Ar.Pl.1198: aor. ἱδρῡσάμην Hdt.6.105, Anacr.104, Ar. Pl.1153:—Pass., fut. ἱδρυθήσομαι D.H.Comp.6: aor. ἱδρύθην Ar.Fr. 245, etc.; freq. written ἱδρύνθην in codd., as Il.3.78, Hp.Coac.309, A.R.3.1269: pf. ἵδρῡμαι, used both in pass. and med. sense (v. sub fin.). [ῐ by nature, E.Ba.1070, Ar.Fr.26 D., etc., but freq. lengthened by position, E.Hipp.639, Ar.Pl.1153, etc.: ῡ by nature, even in ἱδρύεται E.Heracl.786; but ἵδρῠε Il.2.191; καθίδρῠε Od.20.257: ῡ in fut. and aor. 1, exc. in late Poets, as AP7.109 (ἐν-, <D.L.>), Man.3.80 (dub.), Arch.Pap.2.570, Nonn. D. 4.22: pf. Pass. ἵδρῡμαι A.Supp. 413, E.Heracl.19, Hel.820, Theoc.17.21, etc.:—make to sit down, seat, αὐτός τε κάθησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαούς Il.2.191; ἵδρυσε θρόνῳ ἔνι θοῦρον Ἄρηα 15.142, cf. Od.3.37; ἱ. τινὰ εἰς θρόνους E.Ion1573; ὄζων ἔπι Id.Ba.1070; ἵδρυσε τὴν στρατιὴν ἐπὶ ποταμῷ encamped the army, Hdt. 4.124, cf. Th.4.104:—Pass., to be seated, sit still, τοὶ δ' ἱδρύνθησαν ἅπαντες Il.3.78; κατ' οἶκον ἵδρυται γυνή E.Hipp.639; of an army, lie encamped, Hdt.4.203,al., Th.7.77, al.; Πελοπόννησος ἀσφαλέως ἱδρυμένη secure, Hdt.6.86.ά; ἐν θεῶν ἕδραισιν ὧδ' ἱδρυμένας A.Supp.413; ἡ στρατιὰ βεβαίως ἔδοξεν ἱδρῦσθαι seemed to have got a firm footing, Th. 8.40; ἱ. ἐπὶ τῶν ἵππων Ael.Tact.2.4.
2 settle persons in a place, εἰς τόνδε δόμον E.Alc.841; ἐν τοῖς ἀστοῖσιν Ἄρη ἐμφύλιον ἱ. to give a footing to, i.e. excite, intestine war, A.Eu.862; ἱ. πολλοὺς ἐν πόλει Plu.Pomp. 28:—Pass., to be settled, Hdt.8.73; ποῦ κλύεις νιν ἱδρῦσθαι χθονός; S. Tr.68; ἐς Κολωνὰς ἱδρυθείς Th.1.131; μεταξὺ φρενῶν ὀμφαλοῦ τε ἱδρῦσθαι Pl.Ti.77b; of local diseases, πόνος ἐς στῆθος ἱδρυνθείς Hp.Coac. 309; τὸ ἐν κεφαλῇ.. ἱδρυθὲν κακόν Th.2.49.
3 Med., establish, τινὰ ἄνακτα γῆς E.Ph.1008; τινὰ ἐς οἶκόν τινος Id.Hel.46; ἱδρύσασθαι τοὺς βίους to choose settled modes of life, D.H.1.68; ἱ. οἴκησιν Pl.Smp. 195e.
4 pf. Pass. ἵδρυμαι, of places, to be situated, lie, of a city, Hdt.2.59, cf. A.Pers.231, Pl.Lg.745b.
5 Pass., settle down, become quiet, Hp.Epid.3.17.ιέ.
II set up, found, especially in Med., dedicate temples, statues, etc., Anacr.104, Simon.140, etc.; Πανὸς ἱρόν Hdt.6.105, cf. 1.105, al.; βρέτας E.IT1453; βωμούς Pl.Prt. 322a, al.; ἱδρύσασθαι [Ἑρμῆν] set up a statue of Hermes, Ar.Pl.1153; Εἰρήνην Id.Pax 1091: also c. dat., τὴν δαίμον' ἢν ἀνήγαγον ἐς τὴν ἀγορὰν ἄγων ἱδρύσωμαι βοΐ Id.Fr.26D.:—Pass., ἐξ οὗ τὸ ἱρὸν ἵδρυται Hdt.2.44, cf. 1.172; βωμὸς ἱδρύθη Ar.Fr.245; [Πλοῦτος] ἱδρυμένος Id.Pl.1192; at Athens, ἥρωες κατὰ πόλιν ἱδρυμένοι the heroes who had statues erected to them, Lycurg.1: pf. Pass. in med. sense, Hdt.2.42, Men.202.
French (Bailly abrégé)
f. ἱδρύσω, ao. ἵδρυσα, pf. inus.
Pass. ao. ἱδρύθην, pf. ἵδρυμαι;
1 faire asseoir : τινά, qqn ; θρόνῳ ἔνι τινά IL qqn sur un siège ; Pass. être assis : ἐν θεῶν ἕδραισιν ESCHL sur les sièges des dieux ; abs. être assis immobile;
2 fig. faire camper, asseoir : τὴν στρατιὴν ἐπὶ ποταμῷ HDT l'armée au bord d'un fleuve ; Pass. être campé;
3 établir, installer : εἰς δόμον EUR amener et établir dans une maison ; πολλοὺς ἐν πόλει PLUT établir beaucoup de gens dans la ville ; Pass. avoir sa résidence : ποῦ κλύεις νιν ἱδρῦσθαι χθονός ; SOPH en quelle région de la terre as-tu ouï dire qu'il fût établi ? ἐν κεφαλῇ ἱδρυθὲν κακόν THC mal qui avait son siège dans la tête ; particul. être établi solidement;
4 p. ext. fonder, construire, élever (une maison, un temple, une statue, un trophée, etc.) ; Pass. être fondé, construit, élevé ; à l'ao. et au pf. Pass. être situé;
Moy. ἱδρύομαι (f. ἱδρύσομαι, ao. ἱδρυσάμην);
1 asseoir, établir, installer pour soi ; fig. établir solidement, fixer, consolider;
2 fonder, construire, élever pour soi, pour son usage ou pour son intérêt (un temple, une statue, etc.).
Étymologie: R. Σεδ, asseoir ; cf. ἕζω.
German (Pape)
aor. pass. ἱδρύνθην, Hom.; Her. und Attik. ἱδρύθην, vgl. Lobeck Phryn. 37; sich setzen lassen, niedersetzen; αὐτός τε κάθησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαούς Il. 2.191; ἵδρυσε θρόνῳ ἐνὶ θοῦρον Ἄρηα 15.142; ἵδρυσεν παρὰ δαιτί Od. 3.37; τὸν παῖδα εἰς θρόνους τυραννικοὺς ἵδρυσον, setze ihn auf den Thron, Eur. Ion 1573; ἐλατίνων ὄζων ἔπι Bacch. 1068; übertragen, μηδ' ἐν τοῖς ἐμοῖς ἀστοῖσιν ἱδρύσῃς Ἄρη, laß ihn nicht sich niederlassen, errege keinen Bürgerkrieg, Aesch. Eum. 824; δεῖ γάρ με εἰς τόνδ' αὖθις ἱδρῦσαι δόμον Ἄλκηστιν, sie wieder in das Haus einführen, Eur. Alc. 844; – Herodot. 4.124 τὴν στρατιὴν ἐπὶ ποταμῷ, halten oder lagern lassen, wie Plut. Timol. 35 und andere Spätere; στρατόπεδον Hdn. 4.3.13; βωμούς 5.5.15 (vgl. ἵδρυμα).
Pass. gesetzt werden, gegründet werden; da sitzen, sich ruhig verhalten, τοὶ δ' ἱδρύνθησαν ἅπαντες, Il. 3.78, 7.56; ἐν θεῶν ἕδραισιν ὧδ' ἱδρυμένας, die gesetzt worden sind, die sitzen, Aesch. Suppl. 408; ποῦ κλύεις νιν ἱδρῦσθαι χθονός, wo er sich aufhalte, Soph. Tr. 68; οὐχ ἱδρυτέον, nicht müßig dasitzen darf man, Aj. 796; οὕτως ἀγείτων οἶκος ἵδρυται Eur. El. 1130; vgl. Hel. 826; ἐξ οὗ σφιν τὸ ἱρὸν ἵδρυται, seit der Tempel gegründet worden, Her. 7.44; so öfter von Tempeln und Statuen, sie aufrichten und weihen, bes. im med., ἐνταῦθα ἵδρυσαι βρέτας Eur. I.T. 1453; ναῶν ἕδρας ἱδρυσάμεσθα Cycl. 290; ὅσοι Διὸς Θηβαιέος ἵδρυνται ἱρόν Her. 2.42, vgl. 6.105; ἐπεχείρει βωμούς τε ἱδρύεσθαι καὶ ἀγάλματα θεῶν Plat. Prot. 322a; ἱερὰ καὶ βωμοὺς ἐν ἰδίαις οἰκίαις ἱδρυόμενοι Legg. X.910a; Sp., wie Dion.Hal. 8.55; ἥρωες οἱ κατὰ τὴν πόλιν καὶ τὴν χώραν ἱδρυμένοι, die Stammheroen in Athen, denen Bildsäulen und Altäre geweiht waren, Lycurg. 1. Auch = einsetzen, ὃς Σπαρτοὺς ἄνακτας τῆσδε γῆς ἱδρύσατο Eur. Phoen. 1015; τόνδ' ἐς οἶκον Hel. 46; παρὰ τὴν θύραν Ar. Plut. 1153. – Von Städten, gründen, πόλεις ἱδρύσατο Arist. mund. 6. – Perf. pass. gegründet sein, liegen, ποῦ τὰς Ἀθήνας φασὶν ἱδρῦσθαι χθονός Aesch. Pers. 227; ἵδρυται ἡ πόλις αὕτη ἐν μέσῳ τῷ Δέλτα Her. 2.59; τὴν πόλιν ἱδρῦσθαι δεῖ τῆς χώρας ἐν μέσῳ Plat. Legg. V.745b; Sp. Auch ὃ μεταξὺ φρενῶν ὀμφαλοῦ τε ἱδρῦσθαι λόγος, Plat. Tim. 77b; πόρρω γὰρ ἡδονῆς ἵδρυται καὶ λύπης τὸ θεῖον, liegt, ist weit davon entfernt, Ep. III.315c; – befestigt sein, fest sein, ὡς ἡ στρατιὰ τῶν Ἀθηναίων βεβαίως ἔδοξε μετὰ τείχους ἱδρῦσθαι Thuc. 8.40; ἀρχὴ σαλεύουσα καὶ παρὰ μηδενὶ βεβαίως ἱδρυμένη Hdn. 2.8.6; – τὸ ἐν τῇ κεφαλῇ πρῶτον ἱδρυθὲν κακόν, das im Kopfe zuerst seinen Sitz hatte, haftete, Thuc. 2.49.
[Υ ist im Präsens kurz, doch lang bei Eur. Heracl. 786, wo ἱδρύεται der Schluß des Trimeters ist, in den übrigen tempp. lang, kurz bei sp.D., wie ἵδρῦσε, Nonn. D. 4.22; Man. 3.80; vgl. Jacob zu Anth. Pal. III.p. 242. Die Akzentuation des perf. pass. ἱδρύσθαι, die sich noch in Bekkers Plat. findet, ist falsch; denn die beiden Stellen des Eur. Hipp. 639 und Hel. 1130, wo ἵδρυται γυνή und ἵδρυται φίλων der Schluß des Trimeters ist, entscheiden Nichts neben Heracl. 19, wo der Trimeter mit ἱδρυμένους, und Hel. 826, wo er mit ἱδρυμένη schließt; eben so Aesch. Suppl. 408; Ar. Plut. 1192; auch ἱδρῡτέον, Pax 889.]
Russian (Dvoretsky)
ἱδρύω: (ῑῡ) (aor. pass. ἱδρύθην, pf. ἵδρῡμαι)
1 заставлять сесть или приглашать сесть, сажать, усаживать (θρόνῳ ἔνι τινά Hom.; τινὰ εἰς θρόνους Eur.): αὐτός τε κάθησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαούς Hom. сядь сам и усади других; ἱ. τινὰ παρὰ δαιτί Hom. усаживать кого-л. за трапезу;
2 помещать, размещать, располагать (τὴν στρατιὴν ἐπὶ ποταμῷ Her.): ἡ στρατιὰ βεβαιῶς ἔδοξε μετὰ τείχους ἱδρῦσθαι Thuc. казалось, что армия заняла за укреплениями прочные позиции; ἡ Πελοπόννησος ἀσφαλέως ἱδουμένη Her. находящийся в безопасности Пелопоннес; ἵδρυται ἡ πόλις ἐν μέσῳ τῷ Δέλτα Her. город (Бубаст) находится в середине Дельты; πόρρω ἡδονῆς ἵδρυται καὶ λύπης τὸ θεῖον Plat. божественное далеко (и) от наслаждения и от страдания;
3 вводить, селить, поселять (τινὰ εἰς τόνδε δόμον Eur.; πολλοὺς ἐν πόλει Plut.; Ξέρξης ἵδρυτο ἐν Σούσοις Arst.): ἐς Κολωνὰς ἱδρυθείς Thuc. поселившийся в Колонах; ποῦ κλύεις νιν ἱδρῦσθαι χθονός; Soph. в каком же месте, по известным тебе слухам, обретается он (= Геракл)?; τὸ ἐν τῇ κεφαλῇ πρῶτον ἱδρυθὲν κακόν Thuc. зародившаяся в голове болезнь;
4 med. ставить, назначать (τινα ἄνακτα γῆς Eur.): ἱδρύσασθαί τινα παρὰ τὴν θύραν στροφαῖον Arph. поставить кого-л. у двери привратником;
5 основывать, строить (τὴν οἴκησιν Plat.): τὴν πόλιν ἱδρῦσθαι δεῖ τῆς χώρας ἐν μέσῳ Plat. город должен быть построен в центре страны;
6 тж. med. воздвигать, сооружать (τροπαῖα Eur.): ἱρὸν Ἡρακλέος ὑπὸ Φοινίκων ὑδρύμενον Her. храм Геракла, построенный финикийцами; βωμούς τε ἱδρύεσθαι καὶ ἀγάλματα θεῶν Plat. сооружать алтари и изображения богов; ἱδρῦσαι Ἑρμῆν Arph. воздвигнуть статую Гермеса.
Greek (Liddell-Scott)
ἱδρύω: μέλλ. -ύσω Εὐρ. Βάκχ. 1339: ἀόρ. ἵδρυσα Ὅμ., Ἀττ.: πρκμ. ἵδρῡκα (καθ-) Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 6: - Μέσ., μέλλ. -ύσομαι Εὐρ. Ἡρακλ. 397, Ἀριστοφ. Πλ. 1198: ἀόρ. ἱδρυσάμην Ἡρόδ., Ἀττ. - Παθ., μέλλ. ἱδρυθήσομαι Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6: ἀόρ. ἱδρύθην (οὐχὶ ἱδρύνθην, ἴδε κατωτ.): πρκμ. ἵδρῡμαι, ἀμφότερα ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. καὶ μέσ. σημασ., ἴδε ἐν τέλ. τὸ ι φύσει βραχύ, Εὐρ. Βάκχ. 1070, ἀλλὰ κοινῶς θέσει μακρόν. τὸ υ φύσει μακρὸν ἔτι καὶ ἐν τῷ ἱδρύω, Εὐρ. Ἡρακλ. 786· ἂν καὶ ὁ Ὅμ. ποιεῖ αὐτὸ βραχὺ ἐν θέσει ἵδρῠε Ἰλ. B. 191· καθίδρῠε Ὀδ. Υ. 257. ῡ ἐν τῷ μέλλ. καὶ ἀόρ. α΄ πλὴν παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, ὡς ἐν Ἀνθ. Π. 7. 109, Νόνν., κλ. - Παθ. πρκμ. ἵδρῡμαι Αἰσχύλ. Ἱκ. 413, Εὐρ. Ἡρακλ. 19, Ἑλ. 820, Θεόφρ. 17. 21, κτλ. ὥστε τὸ ἀπαρέμφ. γραπτέον ἱδρῦσθαι, οὐχὶ ἱδρύσθαι. - Ὁ παθ. ἀόρ. συχνάκις φέρεται ἱδρύνθην ἐν Ἀντιγράφοις Ὁμήρ. καὶ ἄλλων συγγραφέων, ὅρα Λοβέκ. εἰς Φρύν. 37, Veitch Ἀνώμ. Ρήμ. ἐν λ. Ἴσως μεταγεν. συγγραφεῖς θεωροῦντες τὸ υ βραχὺ μετεχειρίσθησαν τούτους τοὺς τύπους· ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς Τραγ. τὸ ἱδρύνθην δὲν δύναται νὰ δικαιολογηθῇ διὰ παραβολῆς τῶν ἀορίστων ἐκλίνθην, ἐκρίνθην· διότι ἐν τούτοις τὸ ν ἀνήκει εἰς τὴν ῥίζαν, καὶ τὸ υ εἶναι φύσει μακρὸν ἐν τῷ ἱδρύθην. Μεταβατ. τοῦ ἕζομαι (πρβλ. ἵζω, ἱζάνω), κάμνω ἢ βάλλω τινὰ νὰ καθίσῃ, αὐτός τε κάθησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαοὺς Ἰλ. B. 191· ἵδρυσε θρόνῳ ἔνι θοῦρον Ἀρῆα Ο. 142, πρβλ. Ὀδ. Γ. 37, Θ. 37· ἱδρ. τινὰ εἰς θρόνους Εὐρ. Ἴων 1573· ὄζων ἔπι ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1070· ἵδρυσε τὴν στρατιὴν ἐπὶ ποταμῷ, ἐτοποθέτησε τὸ στράτευμα, διέταξε νὰ στρατοπεδεύσῃ, Ἡρόδ. 4. 124, πρβλ. 203. - Παθ., καθίζω, μένω, τοί δ’ ἱδρύθησαν ἅπαντες (ἀλλὰ καὶ ἱδρύνθησαν κατὰ τὰς νεωτάτας ἐκδόσεις) Ἰλ. Γ. 78· κατ’ οἶκον ἵδρυται γυνὴ Εὐρ. Ἱπ. 639· ἐπὶ στρατοῦ, στρατοπεδεύω, Ἡρόδ. 4. 203, κ. ἀλλ.· ἀσφαλῶς ἱδρυμένος ὁ αὐτ. 6. 86, 1· ἐν θεῶν ἕδραισιν ὧδ’ ἱδρυμένας Αἰσχύλ. Ἱκ. 413· ἡ στρατιὰ βεβαίως ἔδοξεν ἱδρῦσθαι, ἐφάνη ὅτι ἔλαβεν ἀσφαλῆ θέσιν, Θουκ. 8. 40 2) ἐγκαθιστῶ τινα εἴς τινα τόπον, δεῖ γάρ με σῷσαι τὴν θανούσαν ἀρτίως γυναῖκα κεἰς τόνδ’ αὖθις ἱδρῦσαι δόμον Εὐρ. Ἀλκ. 841· μήτ’... ἐν τοῖς ἐμοῖς ἀστοῖσιν ἱδρύσῃς Ἄρη ἐμφύλιον Αἰσχύλ. Εὐμ. 862· ἱδρύω πολλοὺς ἐν πόλει Πλουτ. Πομπ. 28. - Παθ., κατὰ χώρην ἵδρυται, μένουσι πάντοτε, Ἡρόδ. 8. 73· ποῦ κλύεις νιν ἱδρῦσθαι χθονός; Σοφ. Τρ. 68· ἐς Κολωνὰς ἱδρυθεὶς Θουκ. 1. 131· ὡσαύτως, ἱδρῦσθαι οἶκον (πρβλ. ἕζομαι) Εὐρ. Ἠλ. 1131· μεταξὺ φρενῶν ὀμφαλοῦ τε ἵδρυται Πλάτ. Τίμ. 77B· ἐπὶ τοπικῶν νοσημάτων, ἱδρυθεὶς πόνος ἐς στῆθος Ἱππ. 196A· τὸ ἐν κεφαλῇ... ἱδρυθὲν κακὸν Θουκ. 2. 49. 3) ἐν τῷ Μέσ., τοποθετῶ ἀσφαλῶς, ἐγκαθιδρύω, τινὰ ἄνακτα γῆς Εὐρ. Φοίν 1008· τινὰ ἐς οἶκόν τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 46· ἱδρύσασθαι τοὺς βίους, ἐγκαθίστασθαι, Διον. Ἁλ. 1. 68. 4) Παθ. πρκμ. ἵδρυμαι, ἐπὶ τόπων ἢ θέσεων, κεῖμαι, Λατ. situm esse, ἐπὶ πόλεως, Ἡρόδ. 2. 59· πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 231, Πλάτ. Νόμ. 745Β. ΙΙ. ἱδρύω, στήνω, ἀνεγείρω καὶ καθιερῶ ναούς, ἀγάλματα, Valck. ἐν Ἱππ. 31· τρόπαια, Εὐρ. Ἡρακλ. 786· ἱδρῦσαι Ἑρμῆν, ἐγείρειν ἄγαλμα τοῦ Ἑρμοῦ, Ἀριστοφ. Πλ. 1153· τὸν Πλοῦτον αὐτόθι 1192· Εἰρήνην ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 1091. - Παθητ., συχν. ἐν τῷ πρκμ., ἱρόν, βωμὸς ἵδρυται Ἡρόδ. 1. 69., 7. 44, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 254· ἐν Ἀθήναις, ἥρωες κατὰ πόλιν ἱδρυμένοι, πρὸς τιμὴν τῶν ἐστήθησαν ἀγάλματα, Λυκοῦργ. 147. 43. - Μέσ. ἐγείρω δι’ ἐμαυτόν, κτίζω, ἱδρύσαντο Πανὸς ἱρὸν Ἡρόδ. 6. 105, πρβλ. 1. 105, κ. ἀλλ.· ναῶν ἕδρας ἱδρυσάμεσθα Εὐρ. Κύκλ. 291 (ἴδε Δινδ.), πρβλ. Ι. Τ. 1453, Πλάτ. Πρωτ. 322Α, κ. ἀλλ.· οὕτως ὁ Παθ. πρκμ. μετὰ μέσ. σημασ., Ἡρόδ. 2. 42. Πλάτ. Συμπ. 195Ε, Μένανδρ. ἐν «Ἡνιόχῳ» 2.
Spanish
Greek Monolingual
(ΑΜ ἱδρύω)
(ενεργ. και μέσ.) οικοδομώ, κτίζω («ο ναός ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα» β. «ἱδρύσαντο ὑπὸ τῇ ἀκροπόλι Πανὸς ἱρόν», Ηρόδ.)
νεοελλ.
συνιστώ, συγκροτώ («ιδρύω πολιτικό κόμμα»)
αρχ.
1. πείθω κάποιον να παραμείνει, να εγκατασταθεί («αὑτός τε κάθησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαούς», Ομ. Ιλ.)
2. τοποθετώ το στράτευμα («ἵδρυσε στρατιὴν ἐπὶ ποταμῷ», Ηρόδ.)
3. εγκαθιστώ κάποιον σε κάποιο τόπο
4. (με κακή σημ.) προκαλώ, διεγείρω («ἐν τοῖς ἀστοῖσιν ἱδρύσης Ἄρη ἐμφύλιον» — στους πολίτες θα προκαλέσεις εμφύλιο πόλεμο, Αισχύλ.)
5. μέσ. ἱδρύομαι
τοποθετώ ασφαλώς, εγκαθιδρύω («ἵδρυται ἄνακτα γῆς», Ευρ.)
6. παθ. είμαι εγκατεστημένος, μένω (α. «κατ' οἶκον ἵδρυται γυνή», Ευρ. β. «ποῦ κλύεις νιν ἱδρῡσθαι χθονός;», Σοφ.)
7. παθ. (για στρατό) στρατοπεδεύω («ἡ στρατιά βεβαίως ἔδοξεν ἱδρῡσθαι», Θουκ.)
8. παθ. εφησυχάζω
9. (παθ. παρακμ.) (για πόλεις) κείμαι, βρίσκομαι («ἵδρυται ἡ πόλις αὕτη τῆς Αἰγύπτου ἐν μέσῳ τῷ Δέλτα», Ηρόδ.)
10. φρ. «ἥρωες κατὰ πόλιν ἱδρυμένοι» — ήρωες προς τιμήν τών οποίων έχουν στηθεί αγάλματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. προέρχεται πιθ. από ονοματικό θ. ιδρυ-, που παραμένει ανερμήνευτο. Ο τ. ιδρύω (ιδ-ρύω) συνδέεται με το έζομαι / ίζω και ανάγεται στη ρίζα sed- (πρβλ. έζομαι), οπότε το ι- ερμηνεύεται είτε κατ' αναλογία προς το ίζω είτε ως συνοδίτης φθόγγος, ο οποίος αναπτύχθηκε στη μηδενισμένη βαθμίδα sd- της ρίζας sed-, ήτοι ιδ-ρύω < sid-ruo. Τέλος, η κατάλ. -ρυω πρέπει να συνδέεται με παράγωγα του έζομαι που εμφανίζουν κι αυτά -ρ- (πρβλ. έδρα).
ΠΑΡ. ίδρυμα, ίδρυση(-ις)
νεοελλ.
ιδρυτής.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανιδρύω, εγκαθιδρύω, ενιδρύω, καθιδρύω
αρχ.
αφιδρύω, εισιδρύω, εξιδρύω, εφιδρύω, μεθιδρύω, παρακαθιδρύω, παριδρύω, προενιδρύω, προϊδρύω, προσιδρύω, προσκαθιδρύω, συγκαθιδρύω, συνιδρύω, υπεριδρύω, υφιδρύω
νεοελλ.
επανιδρύω].
Greek Monotonic
ἱδρύω: μέλ. -ύσω, αόρ. αʹ ἵδρῡσα, παρακ. ἵδρῡκα — Παθ., αόρ. αʹ ἱδρύθην (όχι ἱδρύνθην), παρακ. ἵδρῡμαι, απαρ. ἱδρῦσθαι (ἵζω)·
I. 1. βάζω κάποιον να καθίσει, καθίζω, σε Όμηρ. κ.λπ.· αὐτός τε κάθησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαούς, σε Ομήρ. Ιλ.· ἵδρυσε τὴν στρατιήν, διέταξε να στρατοπεδεύσει το στράτευμα, σε Ηρόδ. — Παθ., κάθομαι, μένω άπραγος, ακίνητος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· λέγεται για τον στρατό, στρατοπεδεύω, εγκαθίσταμαι, σε Ηρόδ.· ἀσφαλῶς ἱδρυμένος, εγκατεστημένος, σταθερός, ασφαλής, στον ίδ.
2. όπως το Λατ. figere, εγκαθιστώ κάποιον σ' ένα μέρος, εἰς δόμον, σε Ευρ. — Παθ., εγκαθίσταμαι, μένω, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
3. στη Μέσ., ιδρύω, θεμελιώνω, τοποθετώ ασφαλώς, εγκαθιδρύω· ἱδρύομαί τινα ἄνακτα, σε Ευρ.· τινα ἐς οἶκον, στον ίδ.
4. Παθ. παρακ. ἵδρῡμαι, λέγεται για τόπους ή θέσεις, βρίσκομαι, κείμαι, Λατ. situm esse, σε Ηρόδ.
II. ιδρύω, στήνω, ιδίως ανεγείρω ναούς, στήνω αγάλματα, σε Ευρ., Αριστοφ. — Παθ., συχνά στον παρακ., ἱρόν, βωμὸς ἵδρυται, σε Ηρόδ. — Μέσ., χτίζω για τον εαυτό μου, ανεγείρω, στον ίδ., Ευρ.· Παθ. παρακ. με Μέσ. σημασία, σε Ηρόδ., Πλάτ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to make sit down, settle, establish, found.
Other forms: Aor. ἱδρῦσαι (Il.), pass. ἱδρυνθῆναι (Γ 78, Η 56; for -υθῆναι? Schwyzer 761 n. 5), perf. pass. ἵδρυμαι (A.), Act. ἵδρυκα (Arist.),
Compounds: Often with prefix, esp. καθ- (wozu ἐγ-καθιδρύω a. o.),
Derivatives: ἵδρυμα what was set up, founded, statue, temple-building (IA), ἵδρυσις founding, settling (Hp., Pl., Str., Plu.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [884] *sed- sit
Etymology: Denominative verb, from a noun *ἱδρυ- (?) (Schwyzer 727 and 495); an r-deriv. of the verb sit, set in ἕζομαι, ἵζω; cf. esp. ἕδρα. The ἱ- from ἵζω (Pisani Ist. Lomb. 73 : 2, 2); ( ι as reduced grade of ε is impossible, Bq, Schwyzer 351, Sturtevant Lang. 19, 300; but see Manessy -Guitton, An Fac. Let. et Sc. Hum. de Nice: from s ̊d-; cf. Meier-Brügger, Idg. Sprachwissschaft (2000) 90f.: *s ̊d-wr̥-y-)̇.
Middle Liddell
[aor1 pass. ἱδρύθην not ἱδρύνθην]
I. to make to sit down, to seat, Hom., etc.; αὐτός τε κάθησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαούς Il.; ἵδρυσε τὴν στρατιήν encamped the army, Hdt.:—Pass. to be seated, sit. still, Il., Eur.; of an army, to lie encamped, Hdt.; ἀσφαλῶς ἱδρυμένος seated, steady, secure, Hdt.
2. like Lat. figere, to fix or settle persons in a place, εἰς δόμον Eur.:—Pass. to be settled, Hdt., Soph., etc.
3. in Mid. to establish, ἱδρ. τινὰ ἄνακτα Eur.; τινὰ ἐς οἶκόν Eur.
4. perf. pass. ἵδρῡμαι, of places, to be situated, to lie, Hdt.
II. to set up, found, esp. to dedicate temples, statues, Eur., Ar.:—Pass., ἱρόν, βωμὸς ἵδρυται Hdt.:—Mid. to set up for oneself, to found, Hdt., Eur.; perf. pass. in mid. sense, Hdt., Plat.
Frisk Etymology German
ἱδρύω: {hidrúō}
Forms: Aor. ἱδρῦσαι (seit Il.), Pass. ἱδρυνθῆναι (Γ 78, Η 56 u. a.; für -υθῆναι? Schwyzer 761 A. 5), Perf. Pass. ἵδρυμαι (A. usw.), Akt. ἵδρυκα (Arist.),
Grammar: v.
Meaning: hinsetzen, sich setzen lassen, aufstellen, errichten, gründen.
Composita : oft mit Präfix, bes. καθ- (wozu ἐγκαθιδρύω u. a.),
Derivative: Davon ἵδρυμα das Aufgestellte, Errichtete, Standbild, Tempelbau (ion. att.), ἵδρυσις das Errichten, die Besiedlung (Hp., Pl., Str., Plu. u. a.).
Etymology : Denominatives Verb, anscheinend von einem Nomen *ἱδρυ- (Bed.?) ausgehend (Schwyzer 727 und 495); letzten Endes jedenfalls zu einer primären r-Ableitung des Verbs sitzen, setzen in ἕζομαι, ἵζω gehörig; vgl. namentlich ἕδρα. Das ἱ- stammt wahrscheinlich aus ἵζω (Pisani Ist. Lomb. 73 : 2, 2); nach anderer Auffassung (Bq, Schwyzer 351, WP. 2, 484, Sturtevant Lang. 19, 300) wäre ι Reduktionsstufe von ε.
Page 1,710
Mantoulidis Etymological
(=ἐγκαθιστῶ, στερεώνω). Εἶναι μεταβατικό τοῦ ἕζομαι (=κάθομαι) ὅπως τά: ἵζω καί ἱζάνω. Ἀπό ρίζα σεδ-, eδ-. Θέμα σιδρύ-ω → ἱδρύω.
Παράγωγα: ἵδρυμα, ἵδρυσις, ἱδρυτέον, ἀνίδρυτος.
Léxico de magia
asentar como acción de la divinidad ἧκέ μοι, ὁ ἅγιος ὠρίων, ... ὁ ἐπὶ βάσει ἀρραίστῳ ἱδρύσας τὸν κόσμον ven a mí, sagrado Orión, el que sobre una base inquebrantable asentó el mundo P I 32 σὺ γὰρ εἶ ὁ ἐπὶ τοῦ ἁγίου στηρίγματος σεαυτὸν ἱδρύσας ἀοράτῳ φάει pues tú eres el que te has asentado sobre la sagrada base con una luz invisible P VII 509
Lexicon Thucydideum
collocare (castra), to pitch (a camp), 4.104.3,
PASS. considere (de exercitu), to settle down (of an army), 3.72.3, [vulgo commonly ἱδρύνθη]. 4.42.4, 4.44.2, 4.131.1, 6.37.2, 7.77.4, [vulgo commonly οὐδ᾽] 8.40.2, [Bekk. Goell. Bekker Goeller edition ἱδρῦσθαι].
sedem habere, to have position, be situated, 1.131.1, [nonnulli codd. several manuscripts ἱδρυνθείς]. 2.49.7,
MED. ponere, statuere, to place, set up, 6.3.1,
Perf. perfect 2.15.4, 2.15.4