καινοτομία: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καινοτομία''': ἡ, τὸ ὀρύττειν ἢ ἀνοίγειν νέα μεταλλεῖα, Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξενίππ. 45 (καὶ [[αὐτόθι]] Schneidew.), Συλλ. Ἐπιγρ. 162, πρβλ. [[Πολυδ]]. Γ΄, 87, Ζ΄, 98. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφ., νεωτερισμὸς ἔν τινι, οὔ τι καινοτομίαι ὀνομάτων [[ἕνεκα]] Πλάτ. Νόμ. 715C· καιν. περὶ τοὺς λόγους Πλουτ. Κικ. 2· νεωτερισμοὶ ἐν τῇ πολιτείᾳ, Λατ. res novae, Πλάτ. Νόμ. 949Ε· καιν. τῆς πολιτείας Πολύβ. 13. 1, 2. 2) = [[καινότης]], ὁ αὐτ. 1. 23, 10· πληθ., Πλουτ. Ἀλέξ. 72.
|lstext='''καινοτομία''': ἡ, τὸ ὀρύττειν ἢ ἀνοίγειν νέα μεταλλεῖα, Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξενίππ. 45 (καὶ [[αὐτόθι]] Schneidew.), Συλλ. Ἐπιγρ. 162, πρβλ. [[Πολυδ]]. Γ΄, 87, Ζ΄, 98. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφ., νεωτερισμὸς ἔν τινι, οὔ τι καινοτομίαι ὀνομάτων [[ἕνεκα]] Πλάτ. Νόμ. 715C· καιν. περὶ τοὺς λόγους Πλουτ. Κικ. 2· νεωτερισμοὶ ἐν τῇ πολιτείᾳ, Λατ. res novae, Πλάτ. Νόμ. 949Ε· καιν. τῆς πολιτείας Πολύβ. 13. 1, 2. 2) = [[καινότης]], ὁ αὐτ. 1. 23, 10· πληθ., Πλουτ. Ἀλέξ. 72.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> innovation, système nouveau ; <i>particul.</i> [[αἱ]] καινοτομίαι changements de l’État, révolution;<br /><b>2</b> nouveauté, étrangeté.<br />'''Étymologie:''' [[καινοτόμος]].
}}
}}