Anonymous

καινοτομία: Difference between revisions

From LSJ
18
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> innovation, système nouveau ; <i>particul.</i> [[αἱ]] καινοτομίαι changements de l’État, révolution;<br /><b>2</b> nouveauté, étrangeté.<br />'''Étymologie:''' [[καινοτόμος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> innovation, système nouveau ; <i>particul.</i> [[αἱ]] καινοτομίαι changements de l’État, révolution;<br /><b>2</b> nouveauté, étrangeté.<br />'''Étymologie:''' [[καινοτόμος]].
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[καινοτομία]]) [[καινοτομώ]]<br /><b>1.</b> [[νεωτερισμός]]<br /><b>2.</b> [[επινόηση]], [[εφεύρεση]] («καινοτομίαι ὀνομάτων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> το καινοφανές, το [[παράδοξο]] και ασυνήθιστο («τόλκαν και κόμπον ἐν ταῑς καινοτομίαις ἐπαγγελλόμενον», <b>Πλούτ.</b>)<br />(νεοελ.-μσν.) [[αλλαγή]], [[μεταρρύθμιση]] («έφερε πολλές καινοτομίες στην οικονομική [[πολιτική]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να ανοίγει [[κανείς]] νέα [[μεταλλεία]], το να κάνει εξορύξεις νέων μεταλλευμάτων<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ καινοτομίαι</i><br />η [[εισαγωγή]] νεωτερισμών στην [[πολιτεία]].
}}
}}