3,274,913
edits
(6_3) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατακρᾰτέω''': [[ὑπερισχύω]] [[ἐναντίον]] τινός, νικῶ, [[μετὰ]] γεν. προσ., κατακρατεῖν ἀνδρὸς εἴωθεν γυνὴ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 100, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 14, 4, κτλ. [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. προσ., τοὺς ἄλλους ἀρετῇ κατ. Δίων Κ. 54. 29.― Παθ., νικῶμαι, ἡττῶμαι, κατακρατεῖται ὑπὸ νόμου βελτίονος Ζάλευκ. Παρὰ Στοβ. 280. 27. 2) ἀπολ., [[ὑπερισχύω]], [[γίνομαι]] [[κύριος]], ὑπερνικῶ, κατὰ μοῖρ’ ἐκράτησεν Αἰσχύλ. Πέρσ. 101, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 168, Πλάτ. Νόμ. 840Ε· ὁ Πηνειὸς τῷ οὐνόματι κατακρατέων ἀνωνύμους τοὺς ἄλλους ποταμοὺς [[εἶναι]] ποιέει Ἡρόδ. 7. 129· ἐπὶ γνώμης, ἡ βουλὴ τοῦ Δρούσου κατεκράτησεν Δίων Κ. 57. 16. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., ὑπερτερῶ τινα, νικῶ, κ. τὰς τροφὰς Πλάτ. Νόμ. 789D, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 22. 8, 2· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. πράγμ.· κ. τῆς προθέσεως, [[γίνομαι]] [[κύριος]] τοῦ σκοποῦ μου, Πολύβ. 5. 38, 9· τοῦ γενέσθαι τι ὁ αὐτ. 82. 11, 13· κ. τῆς Ἑλληνικῆς διαλέκτου, ἐντελῶς κατεῖχε, [[καλῶς]] νὰ λέγῃ καὶ νὰ γράφῃ ἐγνώριζεν, ὁ αὐτ. 40. 6, 4. | |lstext='''κατακρᾰτέω''': [[ὑπερισχύω]] [[ἐναντίον]] τινός, νικῶ, [[μετὰ]] γεν. προσ., κατακρατεῖν ἀνδρὸς εἴωθεν γυνὴ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 100, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 14, 4, κτλ. [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. προσ., τοὺς ἄλλους ἀρετῇ κατ. Δίων Κ. 54. 29.― Παθ., νικῶμαι, ἡττῶμαι, κατακρατεῖται ὑπὸ νόμου βελτίονος Ζάλευκ. Παρὰ Στοβ. 280. 27. 2) ἀπολ., [[ὑπερισχύω]], [[γίνομαι]] [[κύριος]], ὑπερνικῶ, κατὰ μοῖρ’ ἐκράτησεν Αἰσχύλ. Πέρσ. 101, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 168, Πλάτ. Νόμ. 840Ε· ὁ Πηνειὸς τῷ οὐνόματι κατακρατέων ἀνωνύμους τοὺς ἄλλους ποταμοὺς [[εἶναι]] ποιέει Ἡρόδ. 7. 129· ἐπὶ γνώμης, ἡ βουλὴ τοῦ Δρούσου κατεκράτησεν Δίων Κ. 57. 16. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., ὑπερτερῶ τινα, νικῶ, κ. τὰς τροφὰς Πλάτ. Νόμ. 789D, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 22. 8, 2· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. πράγμ.· κ. τῆς προθέσεως, [[γίνομαι]] [[κύριος]] τοῦ σκοποῦ μου, Πολύβ. 5. 38, 9· τοῦ γενέσθαι τι ὁ αὐτ. 82. 11, 13· κ. τῆς Ἑλληνικῆς διαλέκτου, ἐντελῶς κατεῖχε, [[καλῶς]] νὰ λέγῃ καὶ νὰ γράφῃ ἐγνώριζεν, ὁ αὐτ. 40. 6, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />être le plus fort, prévaloir, l’emporter.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κρατέω]]. | |||
}} | }} |