3,258,351
edits
(6_20) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατασκηνόω''': σταίνω [[κάτω]], ἐπί τινος τόπου τὴν σκηνήν μου, [[στρατοπεδεύω]], [[καταλύω]], εἰς τόπον ἢ ἐν τόπῳ Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 39., 6. 2, 2, Ἀν. 2. 2, 16· [[αὐτοῦ]] κατεσκήνωσε Πολύβ. 10. 31, 5. κτλ.· [[καθόλου]], ἀναπαύομαι, τοποθετοῦμαι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ´, 32· ἐπ’ ἐλπίσι Πράξ. Ἀποστ. β´, 26· τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ ὑπὸ τὴν σκιὰν [[αὐτοῦ]] κ. Εὐαγγ. κ. Μάρκ. δ´, 32. | |lstext='''κατασκηνόω''': σταίνω [[κάτω]], ἐπί τινος τόπου τὴν σκηνήν μου, [[στρατοπεδεύω]], [[καταλύω]], εἰς τόπον ἢ ἐν τόπῳ Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 39., 6. 2, 2, Ἀν. 2. 2, 16· [[αὐτοῦ]] κατεσκήνωσε Πολύβ. 10. 31, 5. κτλ.· [[καθόλου]], ἀναπαύομαι, τοποθετοῦμαι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ´, 32· ἐπ’ ἐλπίσι Πράξ. Ἀποστ. β´, 26· τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ ὑπὸ τὴν σκιὰν [[αὐτοῦ]] κ. Εὐαγγ. κ. Μάρκ. δ´, 32. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />poser sa tente ; camper, s’établir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σκηνόω]]. | |||
}} | }} |