Anonymous

κατασκηνόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_20)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατασκηνόω''': σταίνω [[κάτω]], ἐπί τινος τόπου τὴν σκηνήν μου, [[στρατοπεδεύω]], [[καταλύω]], εἰς τόπον ἢ ἐν τόπῳ Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 39., 6. 2, 2, Ἀν. 2. 2, 16· [[αὐτοῦ]] κατεσκήνωσε Πολύβ. 10. 31, 5. κτλ.· [[καθόλου]], ἀναπαύομαι, τοποθετοῦμαι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ´, 32· ἐπ’ ἐλπίσι Πράξ. Ἀποστ. β´, 26· τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ ὑπὸ τὴν σκιὰν [[αὐτοῦ]] κ. Εὐαγγ. κ. Μάρκ. δ´, 32.
|lstext='''κατασκηνόω''': σταίνω [[κάτω]], ἐπί τινος τόπου τὴν σκηνήν μου, [[στρατοπεδεύω]], [[καταλύω]], εἰς τόπον ἢ ἐν τόπῳ Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 39., 6. 2, 2, Ἀν. 2. 2, 16· [[αὐτοῦ]] κατεσκήνωσε Πολύβ. 10. 31, 5. κτλ.· [[καθόλου]], ἀναπαύομαι, τοποθετοῦμαι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ´, 32· ἐπ’ ἐλπίσι Πράξ. Ἀποστ. β´, 26· τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ ὑπὸ τὴν σκιὰν [[αὐτοῦ]] κ. Εὐαγγ. κ. Μάρκ. δ´, 32.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />poser sa tente ; camper, s’établir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σκηνόω]].
}}
}}