κέρμα: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κέρμα''': τό, ([[κείρω]]) [[τεμάχιον]], [[ἐντεῦθεν]], μικρὸν [[νόμισμα]], «λεπτόν», Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Μήδῳ» 1, Ἀντιφάν. ἐν «Κύκλωπι» 3· ἐγκάψας τὸ κ. εἰς τὴν γνάθον Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 1· μικροῦ πρίασθαι κ. τὴν ἡδονὴν Εὔβουλος ἐν «Ναννίῳ» 1. 7· ― ἐν τῷ πληθ., μικρὰ νομίσματα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1108, Πλ. 379, κτλ. διδοὺς κέρματα παρὰ Δημ. 549. 27 ([[ἔνθα]] ἴδε Buttm.), κτλ. 2) [[καθόλου]], μικρὰ ἐμπορεύματα, Ἀνθ. Π. 5. 45.
|lstext='''κέρμα''': τό, ([[κείρω]]) [[τεμάχιον]], [[ἐντεῦθεν]], μικρὸν [[νόμισμα]], «λεπτόν», Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Μήδῳ» 1, Ἀντιφάν. ἐν «Κύκλωπι» 3· ἐγκάψας τὸ κ. εἰς τὴν γνάθον Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 1· μικροῦ πρίασθαι κ. τὴν ἡδονὴν Εὔβουλος ἐν «Ναννίῳ» 1. 7· ― ἐν τῷ πληθ., μικρὰ νομίσματα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1108, Πλ. 379, κτλ. διδοὺς κέρματα παρὰ Δημ. 549. 27 ([[ἔνθα]] ἴδε Buttm.), κτλ. 2) [[καθόλου]], μικρὰ ἐμπορεύματα, Ἀνθ. Π. 5. 45.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />petite pièce de monnaie.<br />'''Étymologie:''' [[κείρω]].
}}
}}