3,270,341
edits
(6_21) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κέρμα''': τό, ([[κείρω]]) [[τεμάχιον]], [[ἐντεῦθεν]], μικρὸν [[νόμισμα]], «λεπτόν», Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Μήδῳ» 1, Ἀντιφάν. ἐν «Κύκλωπι» 3· ἐγκάψας τὸ κ. εἰς τὴν γνάθον Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 1· μικροῦ πρίασθαι κ. τὴν ἡδονὴν Εὔβουλος ἐν «Ναννίῳ» 1. 7· ― ἐν τῷ πληθ., μικρὰ νομίσματα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1108, Πλ. 379, κτλ. διδοὺς κέρματα παρὰ Δημ. 549. 27 ([[ἔνθα]] ἴδε Buttm.), κτλ. 2) [[καθόλου]], μικρὰ ἐμπορεύματα, Ἀνθ. Π. 5. 45. | |lstext='''κέρμα''': τό, ([[κείρω]]) [[τεμάχιον]], [[ἐντεῦθεν]], μικρὸν [[νόμισμα]], «λεπτόν», Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Μήδῳ» 1, Ἀντιφάν. ἐν «Κύκλωπι» 3· ἐγκάψας τὸ κ. εἰς τὴν γνάθον Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 1· μικροῦ πρίασθαι κ. τὴν ἡδονὴν Εὔβουλος ἐν «Ναννίῳ» 1. 7· ― ἐν τῷ πληθ., μικρὰ νομίσματα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1108, Πλ. 379, κτλ. διδοὺς κέρματα παρὰ Δημ. 549. 27 ([[ἔνθα]] ἴδε Buttm.), κτλ. 2) [[καθόλου]], μικρὰ ἐμπορεύματα, Ἀνθ. Π. 5. 45. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />petite pièce de monnaie.<br />'''Étymologie:''' [[κείρω]]. | |||
}} | }} |