3,270,470
edits
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καυτήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ καίων, Πινδ. Π. 1. 185. ΙΙ ὡς τὸ [[καυτήριον]], πεπυρωμένος [[σίδηρος]], δι’ οὖ οἱ ἰατροὶ καυτηριάζουσι τὰ νοσοῦντα μέρη τοῦ σώματος, Ἱππ. 894Α, Γαλην., Γλωσσ. | |lstext='''καυτήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ καίων, Πινδ. Π. 1. 185. ΙΙ ὡς τὸ [[καυτήριον]], πεπυρωμένος [[σίδηρος]], δι’ οὖ οἱ ἰατροὶ καυτηριάζουσι τὰ νοσοῦντα μέρη τοῦ σώματος, Ἱππ. 894Α, Γαλην., Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><b>I. 1</b> brûleur, celui qui fait brûler;<br /><b>2</b> fer brûlant pour cautériser <i>ou</i> marquer;<br /><b>II.</b> marque de brûlure, cautérisation, cicatrice.<br />'''Étymologie:''' [[καίω]]. | |||
}} | }} |