καυτήρ

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυτήρ Medium diacritics: καυτήρ Low diacritics: καυτήρ Capitals: ΚΑΥΤΗΡ
Transliteration A: kautḗr Transliteration B: kautēr Transliteration C: kaftir Beta Code: kauth/r

English (LSJ)

καυτῆρος, ὁ,
A burner, ταύρῳ χαλκέῳ, of Phalaris, Pi.P.1.95.
II v. καυστήρ.
III = καυτήριον ΙΙ, Luc.Pisc.46, Jul.Caes.309c.

German (Pape)

[Seite 1408] ῆρος, ὁ, der Verbrenner; ταύρῳ χαλκέῳ, vom Phalaris, Pind. P. 1, 95; – das Brenneisen, χάλκεος, Hippocr.; zum Brandmarken, Luc. pisc. 46; Plut. – Sp. auch = das Brandmal.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
I. 1 brûleur, celui qui fait brûler;
2 fer brûlant pour cautériser ou marquer;
II. marque de brûlure, cautérisation, cicatrice.
Étymologie: καίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καυτήρ -ῆρος, ὁ [κάω] verbrander. brandmerk.

Russian (Dvoretsky)

καυτήρ: ῆρος ὁ
1 сожигатель Pind.;
2 раскаленное железо (для прижигания) Luc.

Greek (Liddell-Scott)

καυτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ καίων, Πινδ. Π. 1. 185. ΙΙ ὡς τὸ καυτήριον, πεπυρωμένος σίδηρος, δι’ οὖ οἱ ἰατροὶ καυτηριάζουσι τὰ νοσοῦντα μέρη τοῦ σώματος, Ἱππ. 894Α, Γαλην., Γλωσσ.

English (Slater)

καυτήρ that burns τὸν δὲ ταύρῳ χαλκέῳ καυτῆρα νηλέα νόον Φάλαριν (P. 1.95)

Greek Monotonic

καυτήρ: -ῆρος, ὁ (καίω), αυτός που καίει, σε Πίνδ.

Middle Liddell

καυτήρ, ῆρος, καίω
a burner, Pind.