3,254,072
edits
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κίσθος''': ἢ κισθός, ὁ, cistus, μικρὸς [[θάμνος]] φέρων [[ἄνθη]], Εὔπολ. ἐν «Αἰξὶν» 1. 5, Μνησίμ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 63, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 4· φέρεται καὶ [[κίστος]], Διοσκ. 1. 126, κτλ., ἀλλ’ ἰδὲ Ἡσύχ.· ― ὁ Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ., κἑξ., διακρίνει τὰ εἴδη κίσθαρος ἢ [[κίσσαρος]] τοῦ λήδου, πρβλ. Γαλην. 13. 191. | |lstext='''κίσθος''': ἢ κισθός, ὁ, cistus, μικρὸς [[θάμνος]] φέρων [[ἄνθη]], Εὔπολ. ἐν «Αἰξὶν» 1. 5, Μνησίμ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 63, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 4· φέρεται καὶ [[κίστος]], Διοσκ. 1. 126, κτλ., ἀλλ’ ἰδὲ Ἡσύχ.· ― ὁ Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ., κἑξ., διακρίνει τὰ εἴδη κίσθαρος ἢ [[κίσσαρος]] τοῦ λήδου, πρβλ. Γαλην. 13. 191. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />ciste, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG prob. emprunt d’origine inconnue. | |||
}} | }} |