κέγχρος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κέγχρος''': ὁ, [[εἶδος]] βοτάνης καὶ [[σπόρος]] «κεχρί», «[[σπερμάτιον]] μελίνῃ ἐμφερὲς» Ἡσύχ., τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 398, Ἡρόδ. 4. 17, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 22, κτλ.· ἐν τῷ ἑνικ., Ἡρόδ. 1. 193· ἐπὶ ἑνὸς μόνου κόκκου, 3. 100·- θηλ. παρ’ Ὀρειβασ. 41 Matth.·- [[τύπος]] [[κέρχνος]] ἀπαντᾷ παρ’ Ἀναξανδρ. ἐν. «Πρωτ.» 1. 27, Γαλην. 12. 395· πρβλ. [[κέρχνωμα]], [[κέρχνη]]. ΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]] ἐσχηματισμένον εἰς μικροὺς κόκκους, [[οἷον]] τὰ ᾠὰ ἰχθύος, Ἡρόδ. 2. 93· μικροὶ κόκκοι, Ἀθήν. 525D· μικρά τις [[φλόγωσις]] τοῦ ὀφθαλμοῦ, Πολέμων Φυσιογν. 213. ΙΙΙ. = [[κεγχρίας]] ΙΙ. ὃ ἴδε.<br />IV. [[εἶδος]] μικροῦ ἀδάμαντος, Πλίν. 37. 15.
|lstext='''κέγχρος''': ὁ, [[εἶδος]] βοτάνης καὶ [[σπόρος]] «κεχρί», «[[σπερμάτιον]] μελίνῃ ἐμφερὲς» Ἡσύχ., τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 398, Ἡρόδ. 4. 17, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 22, κτλ.· ἐν τῷ ἑνικ., Ἡρόδ. 1. 193· ἐπὶ ἑνὸς μόνου κόκκου, 3. 100·- θηλ. παρ’ Ὀρειβασ. 41 Matth.·- [[τύπος]] [[κέρχνος]] ἀπαντᾷ παρ’ Ἀναξανδρ. ἐν. «Πρωτ.» 1. 27, Γαλην. 12. 395· πρβλ. [[κέρχνωμα]], [[κέρχνη]]. ΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]] ἐσχηματισμένον εἰς μικροὺς κόκκους, [[οἷον]] τὰ ᾠὰ ἰχθύος, Ἡρόδ. 2. 93· μικροὶ κόκκοι, Ἀθήν. 525D· μικρά τις [[φλόγωσις]] τοῦ ὀφθαλμοῦ, Πολέμων Φυσιογν. 213. ΙΙΙ. = [[κεγχρίας]] ΙΙ. ὃ ἴδε.<br />IV. [[εἶδος]] μικροῦ ἀδάμαντος, Πλίν. 37. 15.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> millet <i>(d’ord. au pl.) ; au sg.</i> millet <i>ou</i> un grain de millet, <i>plante</i>;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> œuf de poisson.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> cicer.
}}
}}