κοίμημα: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοίμημα''': τό, ([[κοιμάω]]) ὡς καὶ νῦν, κοιμήματα αὐτογέννητα, [[συγκοίμησις]] μητρὸς [[μετὰ]] τοῦ τέκνου αὑτῆς, Σοφ. Ἀντ. 864.
|lstext='''κοίμημα''': τό, ([[κοιμάω]]) ὡς καὶ νῦν, κοιμήματα αὐτογέννητα, [[συγκοίμησις]] μητρὸς [[μετὰ]] τοῦ τέκνου αὑτῆς, Σοφ. Ἀντ. 864.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />action de coucher avec, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κοιμάω]].
}}
}}