Anonymous

κοίμημα: Difference between revisions

From LSJ
21
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />action de coucher avec, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κοιμάω]].
|btext=ατος (τό) :<br />action de coucher avec, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κοιμάω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κοίμημα]], τὸ (Α) [[κοιμώμαι]]<br /><b>1.</b> το να κοιμάται [[κάποιος]] με άλλον, το [[πλάγιασμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> («κοιμήματά τ' αὐτογέννητα»<br />(για την Ιοκάστη με τον Οιδίποδα) η [[συγκοίμηση]] της μητέρας με το [[τέκνο]] της (<b>Σοφ.</b>).
}}
}}